Η μάντρα του Σίμου (9/3/21)

  

     Τα πρώτα χρόνια μετά την Κατοχή, η Αθήνα έγινε το κέντρο ενός τεράστιου κύματος εσωτερικής προσφυγιάς. Το ίδιο συνέβει με όλες τις μεγάλες πόλεις. Η Πάτρα, η Θεσσαλονίκη, ο Βόλος κα. Η ύπαιθρος ερημώθηκε, ο εμφύλιος, οι συμμορίες της δεξιάς και η φτώχεια ήσαν οι κύριες αιτίες αυτής της φυγής προς την ανωνυμία. Οι άνθρωποι φεύγαν απ’ τα χωριά και από τις κωμοπόλεις για να βρουν δουλειά, να γλυτώσουν την ζωή τους και αυτήν των παιδιών τους. Έτσι μεγάλωσαν οι πόλεις. Σε αυτό το κλίμα στερεώθηκε η φημολογία σαν μέσο επικοινωνίας. Ελάχιστα ραδιόφωνα υπήρχαν μετά την Κατοχή και ο τύπος ήταν κάτω από τον αυστηρό έλεγχο του κρατικού μηχανισμού. Συνέβαλε και ο χαρακτήρας του Έλληνα της εποχής αφού όλοι σχεδόν προέρχονταν από μικρές κοινότητες και διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους πατριώτες τους που βρέθηκαν σε μία πόλη που ολοένα μεγάλωνε. Όλες σχεδόν οι πόλεις της `Ελλάδας έχουν αναπτυχθεί χωρίς ρυθμιστικό σχέδιο και κάτω από συνθήκες ανώμαλες. Οι συνέπειες αυτής της ανάπτυξης και των τρόπων της είναι ορατές σήμερα και στον μη ειδικό. Οι αυθαιρεσίες, οι παρανομίες, η προχειρότητα και η διαφθορά πολλαπλασιάστηκαν από το ότι οι νικητές του εμφύλιου εγκατέστησαν το διχαστικό δόγμα «εμείς και οι άλλοι». 
     
     Οι φήμες έτσι μετέφεραν αστραπιαία σχεδόν τα όποια νέα σε όλη την πόλη η οποία επεκτεινόταν συνεχώς προς όλες τις κατευθύνσεις σαν λαδιά. 
          Από γειτονιά σε γειτονιά, Στο σχολείο, από στόμα σε στόμα, μαθεύτηκε ότι είχε έρθει από το Παρίσι κάποιος Σίμος, τρελός λέγαν, ο οποίος ντυνόταν αλλοπρόσαλλα και μιλούσε στον κόσμο που συνέρρεε στο σπίτι του για ζητήματα ακατανόητα ή άσχετα με καθετί γνωστό, αφού κανείς δε έβγαζε νόημα. Δήλωνε ότι είναι υπαρξιστής και τα όσα έλεγε αφορούσαν στον υπαρξισμό, ένα νέο φιλοσοφικό ρεύμα. Η γενική εντύπωση ήταν ότι ήταν ένας παλαβός, πράγμα που βεβαιωνόταν από όσους τον επισκέπτονταν αφού η Κατοχή είχε στερήσει τους γνωστούς παλαβούς τύπους της παλαιάς Αθήνας. Ήταν κάτι καινούργιο, πράγματι. 
      Αυτή η φημολογική ενημέρωση είχε την χρυσή εποχή της την περίοδο της Κατοχής. Τα γεγονότα που ήσαν πρωτεύοντα στο ενδιαφέρον της φημολογίας τότε ήσαν τα μπλόκα των Γερμανών, οι συγκρούσεις των Χιτών με τον ΕΛΑΣ και οι αφίξεις του «Κουρτουλούς», ενός τούρκικου πλοίου, το οποίο μετέφερε τρόφιμα, νοικιασμένο από τον Ερυθρό Σταυρό, τα οποία μοιράζονταν στον πεινασμένο πληθυσμό με δελτία. 

      Τα νέα για τον υπαρξιστή με αναστάτωσαν, κυρίως οι διηγήσεις των συμμαθητών που είχαν την ευκαιρία να τον δουν. Κάποια ημέρα αποφάσισα να πάω και εγώ, παρόλον ότι οι έξοδοί μου από το σπίτι ήσαν πολύ περιορισμένες και ελεγχόμενες αυστηρά. Έπρεπε να καταστρωθεί ένα σχέδιο. Άρχισα να μαζεύω πληροφορίες. Παρόλον ότι ο υπαρξιστής κατοικούσε σε μικρή απόσταση από το σχολείο δεν γινόταν να συνδυάσω την επίσκεψη με το σχολείο. Βραδινές ώρες ήταν αδύνατο να βγω, και έτσι αποφάσισα να έχω το σχέδιο έτοιμο και να το εφαρμόσω μόλις η επιτήρηση το επιτρέψει. 

      Ζούσε σε μία μάντρα όπου υπήρχε ένα βαρελοποιείο και ένα καροτσάδικο. Στη θέση της μάντρας τώρα έχει χτιστεί ένα πολυόροφο γκαράζ. Κόσμος αρκετός πήγαινε για να τον ακούσει, κυρίως, όμως, για να χαζέψει το θέαμα. Η κατάσταση «χάπενινγκ» δεν είχε ακόμα θεσμοθετηθεί. Η μάντρα βρισκόταν κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου και στην Αρμένικη εκκλησία. Κόσμος πολύς και πήγαινε-έλα. Πολλοί εργάζονταν στο βαρελάδικο και στο αμαξοποιείο. Τα σφυριά και οι φωνές των εργατών στη διαπασών. Σε μια γωνία, καμιά δεκαριά γύφτισσες και γυφτοπούλες έπλεκαν πλεξούδες σκόρδα, μια καρότσα γεμάτη σκόρδα στο πλάι τους και ένας γερο-γύφτος, και ο γάιδαρος πλάι στην καρότσα την φορτωμένη με σκόρδα. Στο βαρελάδικο δυο – τρεις φωτιές μέσα σε μεταλλικά βαρέλια καπελωμένα από μισοβάρελα. Ζέσταιναν τα ξύλα για να μπορέσουν να τα λυγίσουν και να περάσουν τα υπόλοιπα στεφάνια από την άλλη μεριά. Στο καροτσάδικο, κι αυτό με φωτιές, κυρτώνανε ορισμένα ξύλα για τους τροχούς, ήσαν ξύλινα τα καρότσια, τα λέγαν σούστες. Τα καρότσια αυτά ήταν απαραίτητα για όλους τους πλανόδιους μικροπωλητές. Με έντονα χρώματα και πολλές ζωγραφιές στα πλευρά τους. Εκτελούσαν και μεταφορές εμπορευμάτων κάθε είδους. Δίπλα στην είσοδο της μάντρας δυο πιτσιρικάδες έβαφαν με έντονα χρώματα διάφορα μέρη των αμαξιών και τ’ ακουμπούσαν στον τοίχο, πλάγια για να στεγνώσουν. 

      Ο Σίμος μιλούσε με δυνατή φωνή, με χρωματισμένη φωνή και γλώσσα, και με πολλές χειρονομίες. Ήταν γύρω στα τριάντα και φορούσε ένα κατακόκκινο γιλέκο και κίτρινη τραγιάσκα. Το παντελόνι του, άσπρο, από βαρύ ύφασμα, όπως έμαθα ήταν ιστιοράφος, δηλαδή, έραβε πανιά για καΐκια. Το παντελόνι έμοιαζε πολύ με τα πανιά αυτά. 
      Δεν έμαθα ποτέ πώς βρέθηκε στο Παρίσι και πώς προσέγγισε τον Υπαρξισμό. Πολλά χρόνια μετά τον γνώρισα προσωπικά. Είχε ένα εργαστήριο στην οδό Αριστοφάνους πολύ κοντά στην μάντρα. Η Αθήνα είχε πια αλλάξει πολύ. Ο Σίμος ζούσε όλα αυτά τα χρόνια εκεί γύρω, στην συνοικία του Ψυρρή. Στην μάντρα μιλούσε ανενόχλητος από τους χτύπους των σφυριών και τους άλλους θορύβους. Γύρω του πέντε – έξι άνθρωποι. Οι περίεργοι. Δεν καταλάβαινα τίποτα απ’ όσα έλεγε. Μόνο λέξεις ξεχώριζα, χωρίς συνοχή και χωρίς νόημα, για την ηλικία που είχα τότε ήταν φυσικό. Οι λέξεις Υπαρξισμός, ζωή, ελευθερία, ήταν αυτές που επαναλαμβάνονταν στην ροή της ομιλίας του συχνότερα. 
      Μέσα σε αυτή την αυλή των θαυμάτων αισθάνθηκα πάρα πολύ ωραία, τόσο για την τόλμη μου, όσο και από την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκεί μέσα. Η γριφώδης όμως ομιλία του Σίμου, γριφώδης για εμένα και για την ηλικία μου, αλλά όπως φαινόταν και γα τους υπόλοιπους που τον περιστοίχιζαν, οι οποίοι έχασκαν, μικρογελούσαν με μορφασμούς ειρωνικούς ή διασκέδαζαν ψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλον. Αυτή η σκηνή με προβλημάτισε πολύ αλλά και με προκάλεσε με πολλά ερωτήματα που μου γεννήθηκαν. Δεν είχα καταλάβει ένα γρι. Ήταν όμως φανερό, το ένιωθα, ότι ο άνθρωπος δεν ήταν τρελός αλλά διαφορετικός. Και το ότι δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε δεν ήταν δικό του φταίξιμο.

      Πέρασαν χρόνια πολλά, αλλά η μαγική μάντρα ήταν μέσα μου ζωντανή. Η μικρή της κοινωνία έκρυβε πέραν απ’ την εικόνα της το βασικό πρόβλημα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Οι άνθρωποι εκεί, στην μάντρα, έκαναν αυτό που ήξεραν να κάνουν και μέσα απ’ αυτό επικοινωνούσαν μεταξύ τους, γιατί ήσαν αυθεντικοί. Δεν μιμόντουσαν, δεν παίζανε θέατρο, ήταν η ίδια η ζωή τους. Η συνύπαρξή τους αυτή και η αρμονία που απέπνεε η δράση τους ήταν η βασική αρχή του Υπαρξισμού. Η ύπαρξη, η δημιουργική ζωή δηλαδή, είναι πολυτιμότερη από το νόημα που της δίνουμε εμείς ή που δίνουν οι άλλοι. 

      Καμία ψηφιακή πλατφόρμα κοινωνικού δικτύου δεν μπορεί να σταθεί ευεργετικά για τον άνθρωπο, ιδίως αν ο ίδιος ο άνθρωπος έχει καταντήσει εμπόρευμα, όχι μόνον σαν εργαζόμενος, αλλά και με την συμπεριφορά του, τη βούληση και το μυαλό του. 
     Συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια να αποδίδονται τα χειρότερα στην τεχνολογία. Αυτό είναι λάθος. 
     Η χρήση της από την μετακαπιταλιστική ολιγαρχία είναι καταστροφική. Τα μονοπώλια που εκμεταλλεύονται την φυσική επικοινωνιακή ανάγκη του ανθρώπου έγιναν τα όπλα χειραγώγησής του από τους ολιγάρχες. Αγνοούν την φύση του ευγενούς και ηθικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Χρησιμοποιούν τις αδυναμίες του και ό,τι χειρότερο υπάρχει. Δεν προάγουν την δημιουργική φύση του ανθρώπου. Το ενδιαφέρον τους είναι το κέρδος, η κατανάλωση, η κυριαρχία και η χειραγώγηση των λαών. Δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό για τους τρόπους που θα τους φέρει στον στόχο τους. Αυτός ο στόχος είναι να μετατρέψουν την ελεύθερη συμπεριφορά του ανθρώπου και να τον καταστήσουν ενεργούμενο. Έχουν διαβρώσει και διαφθείρει τα πάντα έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην πιστεύει πουθενά. Ψεύδονται ασύστολα, σε όλα τα επίπεδα και καλλιεργούν το άσχημο και το κακό. Άσχημο είναι το χωρίς δομή και σχήμα, δηλαδή το χύδην. Κακό αφ’ εαυτού δεν υπάρχει. Η έλλειψη του καλού δημιουργεί το κακό. Τόσο στην μορφή όσο και στην συμπεριφορά. 

      Άραγε για πόσο θα κυριαρχούν και θα εκμεταλλεύονται; Ίσως οι άνθρωποι το επιτρέπουν;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: