Το όνειρο του κυρίου Νεόφυτου (24/2/21)

   
  Τμήμα μεταγωγών της Χωροφυλακής. Στην Πλάκα. Ένα παλιό αρχοντικό, πίσω απ’ την Αρχιεπισκοπή. Ένα συνεχές πηγαινέλα, κρατούμενοι σε μετακίνηση, αλλάζαν φυλακές, φεύγαν σε εξορία, άλλοι για δικαστήρια, άλλοι στην ασφάλεια για ανάκριση. Οι χωροφύλακες με στολή, οι ασφαλίτες με πολιτικά ρούχα. Στο υπόγειο τα κρατητήρια. Ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι ανακατωμένοι. Ένας μεγάλος χώρος, πήχτρα στον κόσμο. Είχαν και μια μικρή κάμαρα που βάζαν κρατούμενους όταν το μεγάλο δωμάτιο γέμιζε.
      Συνήθως στα τμήματα μεταγωγών ή στα κρατητήρια που είχαν στα τμήματα των συνοικιών, έβαζαν χαφιέδες ή αστυνομικούς με πολιτικά για να πάρουν λόγια, σε κέρναγαν τσιγάρο, άνοιγαν κουβέντα εύκολα. Όλοι το ξέραν αυτό και φυλαγόντουσαν. 
     Στο παλιό αυτό κτήριο το υπόγειο θα χρησίμευε για κουζίνα στους άρχοντες που το ‘χαν για κατοικία και για το υπηρετικό τους προσωπικό μερικά δωμάτια. Υπήρχαν όλα τα χρειαζούμενα κτιστά. Μεγάλη φούσκα για τον φούρνο, νεροχύτες μαρμάρινοι και πάγκοι. Οι παλιοί ιδιοκτήτες ούτε θα φανταζόντουσαν το μέλλον της κουζίνας τους. Σε μια μικρή κάμαρα, τελείως άδεια, καθόμαστε στο πάτωμα με τον κύριο Νεόφυτο, ευτυχώς ήταν ξύλινο. Τον φέραν το βράδυ, ηλικιωμένος, μια φιγούρα σαν συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος. Φορούσε μια ατσούμπαλη, ανοικονόμητη καπαρντίνα. Ίσως δεν ήταν δική του, κρατούσε ένα δέμα δεμένο με σπάγκο. Έκατσε πλάι μου. Οι δυο μας μείναμε εκεί δυο βράδια. 
      Άρχισε την κουβέντα μόλις ήρθε. Μίλαγε συνεχώς χαμηλόφωνα. Ήταν απ’ τη Ρόδο, και τον πήγαιναν στις αγροτικές. Δεν ήξερα που με πηγαίνανε. Άλλαζε συνεχώς κουβέντα, απρόβλεπτος και αντιφατικός, σαν να τα είχε λίγο χαμένα, ελαχιστοποιούσε την κουβέντα ή πελαγοδρομούσε. Η όψη του η μελαγχολία προσωποποιημένη, το πρόσωπό του γεμάτο ρυτίδες. Πικρός όταν μιλούσε για τα παιδιά του, πολλές φορές άρχιζε την κουβέντα ή σταματούσε χωρίς νόημα, χωρίς συνέχεια, κάτι σαν παραλήρημα. Ίσως τις ίδιες ιστορίες έλεγε πάντα, γεγονότα από παλιά που αφορούσαν στον ίδιο ή σε άλλους, ιστορίες που είχε ζήσει ή ακούσει. Οι πιο πολλοί απ’ όσους τον άκουγαν υπέθεσα ότι θα βαριόντουσαν αφού όλο τα ίδια έλεγε. Συγκράτησα όμως ότι υπήρχε κάθε φορά κάτι καινούργιο στα λόγια του. Ελάχιστο, παραμικρό θα έλεγε κανείς, τα πρόσθετε άραγε ή τα ‘χε ξεχάσει προηγουμένως; Τον πήραν πρωί πρωί άκουσα τ’ όνομά του όταν τον φώναξε ο χωροφύλακας για να φύγει και έτσι τον φέρνω στη μνήμη. 
      Την τελευταία νύκτα μου ‘πε ότι από νέος είχε δύο χαρακτηριστικά όνειρα που όταν τα ‘βλεπε θα του τύχαινε κάτι πολύ καλό ή κάτι πολύ δυσάρεστο. Ακόμη και αρρώστια. Στο καλό όνειρο βρισκόταν στο Φαληράκι με την απέραντη αμμουδιά του και ψάρευε με το καλάμι. Το κακό όνειρο ήταν γιορτινό. Μια γιορτή που ήσαν μαζεμένοι όλοι οι γνωστοί και οι φίλοι του, πάντα παρούσα και μια μεγάλη αγάπη, άτυχη όμως, της ζωής του. Είδε και τα δύο όνειρα ανάμεικτα. Μια μεγάλη γιορτή με τους φίλους στο Φαληράκι. Την άλλη μέρα τον συλλάβανε. Δεν ήξερε γιατί.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: