Το Αρχοντικό στην Κηφισιά. (20/6/2022)


    Μεγαλώσαμε μέσ´ τα ψέματα. Τι πλάσμα είναι ο άνθρωπος; Βεβαίως αυτό δεν είναι προνόμιο της δίκης μου γενιάς. Σε κάθε ιστορική εποχή υπάρχουν πολλές τέτοιες γενιές. Είναι χαρακτηριστικό του λογικού ανθρώπου, από ικανότητα αναγκαία στην επιβίωση, το σκέπτεσαι έγινε αφέντης και καταπιεστής του ίδιου του ανθρώπου. Όλοι ψάχνουν έναν φταίχτη. Ποτέ δεν περνά απ´ τη σκέψη τους ότι ο καθένας είναι ο φταίχτης για τον εαυτό του και για τους άλλους που κακοπαθαίνουν.


     Θα ήμουν κοντά  έντεκα χρόνων όταν συνέβη, δηλαδή, γύρω στο ‘49, ‘50. Παραθερίζαμε κατά το αστικό συνήθειο κοντά στην Αθήνα, γιατί η θάλασσα δεν ήταν ακόμα προσβάσιμη όπως είναι τώρα. Μέναμε σε νοικιασμένο σπίτι κάπου στο Καστρί. Δεν θυμάμαι ακριβώς το πως έγινε, θυμάμαι πως ήμουν στο λεωφορείο μαζί με τον πατέρα μου γυρνώντας προς το Καστρί. 

     Είδα ένα μεγάλο κτήριο στην Κηφισιά, εκεί που οι παλιοί λέγανε «στον τροχονόμο». Αυτός στεκόταν στην κεντρική πλατεία. Το κτήριο αυτό δεν υπάρχει πια, ήταν ένα πέτρινο αρχοντικό φτιαγμένο με τον κηφισιώτικο τρόπο. Στη θέση του κατασκευάστηκε, και εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμα πριν είκοσι χρόνια, ένα από τα λεγόμενα εμπορικά κέντρα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι ενώ φαινόταν πως επρόκειτο για αρχοντικό, τα παράθυρά του ήταν καγκελόφρακτα και πίσω απ’ τα κάγκελα πρόσωπα, το ένα πάνω στο άλλο, εφηβικά και παιδικά, λίγο μεγαλύτερα από μένα. Πλήθος προσώπων στα κάγκελα που φαίνονταν από τον δρόμο. 

    Ρωτώ με απορία τον πατέρα μου, τι είναι  εκεί μέσα. Μου απαντάει, σοβαρός και αυστηρός όπως ήταν πάντα: «Παλιοαλήτες, βρομόπαιδα, είναι φυλακές ανηλίκων». Μου έκανε εντύπωση ότι δεν υπήρχε φρουρός χωροφύλακας στην πόρτα, ούτε καμμιά επίσημη επιγραφή, όπως συνηθιζόταν και τότε και τώρα.

    Δεν υποπτεύθηκα τίποτα παρόλον ότι γνώριζα πολύ καλά ήδη ότι ο γονιός μου ήταν βασιλόφρων του κερατά, που λένε. 

     Αλλά, θυμάμαι το νεαρό της ηλικίας των προσώπων που ήσαν σαν μάσκες, κολλημένα στα κάγκελα, σιωπηλά, χωρίς χειρονομίες. Σαν να δήλωναν απλά την παρουσία τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Μια φυλακή στο κέντρο του αστικού προαστίου. Μια παρουσία από έναν άλλον κόσμο από αυτόν της Κηφησιάς, με τα αμαξάκια με τα άλογα, τις κουρσάρες τις αμερικάνικες και τους καλοντυμένους κυρίους με τα ψαθάκια  τους που περπατούσαν στην πλατεία αλαμπρατσέτα  με κομψές και καλοντυμένες κύριες.


     Μεγάλος άντρας, η τύχη θέλησε να μάθω την αλήθεια για το σπίτι της Κηφησιάς. Γνώρισα ένα απ’ τα παιδιά πίσω απ’ τα κάγκελα, άντρας κι αυτός πια. Ήσαν κρατούμενα ανταρτόπουλα και αετόπουλα που πιάστηκαν, άλλα ένοπλα, άλλα όχι. Μετά τη διάλυση του Δημοκρατικού Στρατού. Επειδή ήσαν ανήλικα δεν μπορούσαν να τα βάλλουν στις φυλακές των ανδρών που γέμισαν μετά το ‘49. Δεν μπορούσαν επίσης να γίνουν δεκτά στις «παιδουπόλεις» που ίδρυσε η Φρειδερίκη. Έμαθα επίσης και το τι τράβηξαν στην Κηφισιά! Ξυλοδαρμοί, στερήσεις, βιασμοί και ό,τι δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Έτσι έμαθα την αλήθεια για τα παλιόπαιδα και τους αλήτες πίσω απ’ τα καγκελόφρακτα παράθυρα του αρχοντικού της Κηφησιάς.