Ο Κόκκινος Βούδας Amitaba (18/3/21)


    Μέσα του χαμογέλαγε όταν άκουγε τους δασκάλους να λένε ότι «όλα είναι παροδικά». Σκεφτόταν, όλα παροδικά εκτός από αυτό! Η αμφισβήτηση αυτή γινόταν και ένα σημείο στήριξης. Αλίμονο Είναι δυνατόν να γνωρίζουν τα πάντα;
      Με τα χρόνια ο εγωισμός του γινόταν όλο και πιο πολύπλοκος, οι απαιτήσεις του τρέφονταν από την καταστροφή της ομορφιάς της σχέσης.
      Ο έρωτας γερνούσε κι αυτός μαζί τους, η έννοια για τον άλλον περιοριζόταν στα καθημερινά. Έφαγες; Πρόσεχε μη κρυώσεις. Το «εγώ» κτιζόταν με υλικά από την κατεδάφιση. Δε θα μπορούσε άραγε να είναι αλλιώς;
     Η εναλλακτική πιθανότητα ο άλλος τρόπος ή ακόμα το ερώτημα πώς θα είχε αποφευχθεί το λάθος, γινόταν ένα νέο σημείο στήριξης, το σημαντικό ήταν να μην έχουν δίκιο οι δάσκαλοι, αν αυτό ήταν αλήθεια, αλίμονο θα ‘πρεπε ν’ αλλάξουν όλα, το «εγώ» κινδύνευε. Αυτός όμως δεν είχε καμιά αμφιβολία. Αυτό το δρόμο τον είχε ήδη κάνει είχε κάνει τα πάντα για να σωθεί. Ήξερε ότι τίποτα δεν πρέπει να μένει ίδιο. Ο θάνατος του «εγώ» είναι απαραίτητος στην υπέρβαση.
    Έβλεπε το πιο ωραίο πράγμα που του είχε συμβεί, τόσο ωραίο όσο κι η συνάντηση με το δάσκαλο, να φθείρεται μέρα με τη μέρα. Η διδασκαλία επιβεβαιωνόταν μ’ένα τραγικό τρόπο. Χωρίς βέβαια να είναι ανάγκη, γιατί αυτός το πίστευε. Τα πάντα αλλάζουν, τα πάντα εκτός από αυτή την αλήθεια που ισχύει παντού και πάντα.
     Ότι τα πάντα δηλαδή αλλάζουν.
    Λέγανε, αυτοί που ήξεραν ότι άμα βρεις τον δάσκαλό σου, σ’αυτό το δρόμο, οι αλλαγές στη ζωή είναι ραγδαίες. Όπως συνηθίζεται οι αλλαγές μέσ’τον περιορισμένο κι ατομικό νου έχουν πάντα ένα χαρακτήρα βελτίωσης. Δεν επιθυμεί κανείς μια αλλαγής στο χειρότερο. 
    Την μέρα που τον πρωτοείδε όλα αναποδογύρισαν. Όλα τα καλά από τέτοια που ήταν έγιναν τα χειρότερα, τα προβλήματα εξογκώθηκαν, τα άσχημα και τα ελαττώματα κυριάρχησαν.
  Στρογγυλοκαθισμένος στο κρεβάτι του καταχαρούμενος, τον κοιτούσε σκασμένος στα χαμόγελα μ’ένα βλέμμα ερωτηματικό έως αμήχανο, τύπου τι κάνεις τώρα εσύ εδώ. Εκείνο βέβαια που εντυπωσίαζε ήταν το ότι το πρόσωπο, το σώμα και τα μέλη του ήταν κατακόκκινα, ένα κόκκινο της τομάτας. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιον άνθρωπο. 

      Για μια δυο μέρες δεν τον είδε πουθενά. 
    Παρόλον ότι η εμφάνιση του Κόκκινου τον είχε ταράξει, άλλες σκέψεις παίδευαν το μυαλό του. Τι σήμαινε άραγε αυτό που λεγόταν, σχετικά με το δάσκαλο, δηλαδή ότι όταν ο μαθητής είναι έτοιμος, ο δάσκαλος εμφανίζεται; Ποιος λέει πως είναι κάποιος έτοιμος; Υπήρχαν όμως και πιο πρακτικά ζητήματα. Όλα έδειχναν, ότι πράγματι όλα αλλάζουν. Όλα εκτός από ένα, ποτέ και με τίποτα: Οι πατριώτες του και τα καμώματά τους. 
    Επιφανειακά βέβαια, αλλαγές γίνονταν στα ρούχα που φόραγαν, στα φαγητά και στα ποτά, γενικότερα στην πιθηκίσια κατανάλωση, πρώτοι. Μέσα τους όμως, στη νοοτροπία, στο βάθος τίποτα, βρε όλος ο κόσμος άλλαζε, αυτοί τίποτα. Η πολυπόθητη πτώση των δικτατόρων δεν έφερε καμιά ουσιαστική αλλαγή, εκτός βέβαια από τις συλλήψεις, τις φυλακές και τα βασανιστήρια που απ’ ότι φαινόταν σταμάτησαν. Όλοι ξανάπιασαν το πλέξιμο εκεί που το είχαν αφήσει το 67. 
     Τόσος κόσμος είχε μαρτυρήσει, άνθρωποι τυράννησαν ανθρώπους, τόσα παιδιά σκοτώθηκαν, η εξέγερση στο Πολυτεχνείο, δυστυχία και μαύρες ημέρες. Αυτοί ξανάπιασαν το βιολί τους, ο μέγας κάτσετε καλά γιατί έχει κι άλλα τανκ, ο σωτήρας των αστών, το στιγμιαίο αδίκημα. Ό,τι γινόταν πάντα. 
     Η μεγάλη απελπισία όμως ήταν γι’ όσους καταλάβαιναν κάτι παραπάνω, ότι τα χρόνια αυτά απομυθοποίησαν την παλαιά αντίσταση, είχαν τώρα τη δική τους ιστορία, το δικό τους μερτικό. Εμπειρία συγκλονιστική, γιατί είδαν, όσοι έβλεπαν, τις ίδιες βλακείες που κρατούσαν την κοινωνία στην πλάνη, τις ίδιες βλακείες από δεξιά και αριστερά, από τους ουρανούς κι από τα βάθη της γης.
   Νέα φαινόμενα, αλλά παλιές αμαρτίες, η άσκηση της βίας, η τρομοκρατία, οι μαοϊκοί αριστερότερα από τους νομιμοποιημένους πλέον κλασσικούς, αλλά και από τους διασπασμένους, τους αναθεωρητές κ.λ.π. 
     Η δεξιά συμπαγής με το χουντικό κομμάτι χώρια, σαν άλλοθι νομιμότητας, πώς να μην είναι άλλωστε συμπαγής αφού διαθέτει την ισχυρότερη κόλλα, τα θολά νερά και το ατομικό συμφέρον, πάνω απ’ όλα. 
    Μέσα σ’ όλα αυτά που τον βασάνιζαν, τον άφησε και το πρόσωπο. Το μόνο που του έμενε ήταν να περιμένει το δάσκαλο, τι έπρεπε όμως να κάνει για να είναι έτοιμος; 
     Είναι περιττό να περιγράψω το τι τράβηξε από γνωστούς του και τους συντρόφους του όταν μαθεύτηκε ότι μπλέχτηκε με τ’ ανατολίτικα. 
     Όλοι είχαν κάτι να πουν, κι όλοι έτρεχαν να του το μεταφέρουν. 
    Ο Παντελής, παιδικός φίλος και συναγωνιστής, ο μοναδικός που εκμυστηρεύτηκε το όραμα του Κόκκινου του ‘πε ανήσυχος: «Πρόσεχε, γιατί όπως πας, σε βλέπω στο Δαφνί». Όμως ήταν τόση η απελπισία του για όσα έγιναν και όσα γίνονταν που ήταν αμετακίνητος. Ούτε αυτός δε θυμόταν πώς έγινε η στροφή στο μυαλό του, αλλά ήταν σίγουρος ότι το ήθελε και η καρδιά του.      Όπως τα σκεφτόταν, το πιο πιθανό να συνέβη ήταν διαβάζοντας ένα άσχετο βιβλίο που σε κάποιο σημείο ανέφερε κάποια λόγια του ιστορικού Βούδα: «Μην ακούτε κανέναν, ούτε βιβλίο ή πρόσωπο, όσο αυθεντία κι αν είναι, βρείτε μέσα σας την αλήθεια, δοκιμάστε την στην πράξη κι αν είναι αρμονική με σας και με τους άλλους, ακολουθείστε την». Δεν το θυμόταν βέβαια μ’ αυτά τα λόγια, αλλά γενικά κάπως έτσι. 
     Βάλσαμο στάθηκαν στην καρδιά του μέσα, βαθιά. Ήταν άραγε δυνατόν να συμβεί αυτό; Από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του, πάντα, κάποιος του ‘λεγε ποιο είναι σωστό και ποιο λάθος, τι πρέπει να κάνει και τι όχι. Αυτό που γύρευε χρόνια δεξιά κι αριστερά, στη γη και στον ουρανό, υπήρχε, είπε ο Βούδας, μέσα στους ανθρώπους. 
   Αναστατώθηκε και το ‘ριξε στο διάβασμα. Δημιουργήθηκε πρόβλημα στα ράφια της βιβλιοθήκης, προστέθηκαν κομμάτια, άρχισαν να στοιβάζονται στο πάτωμα τα νέα βιβλία. 
    Σε κανένα χρόνο εμφανίστηκε ο Κόκκινος. Διερωτήθηκε, μήπως αυτός ήταν ο δάσκαλος; Μετά εξαφανίστηκε.

    Σε δύο, τρεις εβδομάδες, νάτος πάλι. Ένα βράδυ, γυρνώντας σπίτι απ’ τη δουλειά, μια σιγουριά τον κατέκλυσε, αυτή που είναι τόσο γνωστή αίσθηση, σ’ αυτούς που με πρωτόγνωρο τρόπο, πρωτοξυπνά η διαίσθηση. Θα ήταν σπίτι να τον περιμένει! Αυτός ο άγνωστος και τόσο οικείος κόκκινος άνθρωπος είχε μπει για τα καλά στο μυαλό του. Κατέβηκε στη στάση του, έξω από το σινεμά που ήταν στη γωνία, μπάτσοι έκαναν έλεγχο σε ταυτότητες. Ψιχάλιζε από το απόγευμα και όλα ήταν υγρά. 
     Έφτασε σπίτι, με αδημονία μπήκε, πράγματι ήταν εκεί.
    Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ένοιωσε πολύ καλά. Την ίδια αίσθηση είχε κι όταν πριν από κάποια χρόνια είχε γυρίσει σπίτι του μετά από μεγάλα ταξίδια. Δεν ήταν όμως το σπίτι, αλλά ο Κόκκινος.
    Σε κείνη την επίσκεψή του συνέβησαν πολλά παράδοξα. Κατ’ αρχάς ο κόκκινος Βούδας άρχισε να του μιλά αλλά και να του απαντά σ’ οιοδήποτε ερώτημα ή απορία σχηματιζόταν στο νου του, χωρίς να ρωτήσει. 
    Ήρθε ο Παντελής σπίτι, και κατάλαβε ότι δεν έβλεπε τον κόκκινο Βούδα, ούτε τον άκουγε. Δεν τόλμησε να ρωτήσει τον Παντελή αν τον βλέπει όταν απόρησε γιατί φερόταν σαν να ήταν μόνο οι δυο τους στο δωμάτιο, ενώ ο κόκκινος Βούδας ήταν στην πόρτα της κουζίνας. Μετά όταν έμειναν μόνοι τον ρώτησε. Ο κόκκινος Βούδας του απάντησε «Βλέπουν μόνο όσοι αναζητούν τον εαυτό τους». Τον ρώτησε αμέσως «Δηλαδή υπάρχουν κι άλλοι που τους επισκέπτεσαι και σε βλέπουν;» Του απάντησε «Η αδελφότητα». 
    Ποια αδελφότητα, σκέφτηκε, εγώ δεν ανήκω σε καμιά αδελφότητα. Ο κόκκινος Βούδας του απάντησε σα να είχε ακούσει τη σκέψη του «Όλοι όσοι βρίσκονται σ’ αυτό το δρόμο της αναζήτησης ανήκουν σε μια αδελφότητα». «Μα εγώ δεν ξέρω κανένα», ο Κόκκινος του απάντησε, «Όταν έρθει η ώρα θα τους γνωρίσεις». 
   Ήταν σίγουρος ότι αυτός ήταν ο Δάσκαλος. Τα ερωτήματα πέφτανε βροχή. Του είπε «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατακτήσεις είναι ο έλεγχος της ταχύτητας που έχει η ορμή σου. Την επόμενη φορά που θα βρεθούμε θα σου πω για το διαλογισμό». 
    …Την άλλη μέρα είχε φύγει πάλι. 

     Πέρασε πολύς καιρός να ξαναβρεθούν. Άργησε κιόλας ο ίδιος να καταλάβει ότι τον έβαζε σε δοκιμασία κι άσκηση για να καταφέρει να μειώσει την ταχύτητα της παρόρμησής του. Νέα βιβλία αγοράστηκαν, νέα ράφια στις βιβλιοθήκες απαιτήθηκαν. 
     Πολλά τα εμπόδια. Η μελέτη τον απασχολούσε σχεδόν ολοκληρωτικά. Καμιά διασκέδαση. 
    Οι μνήμες από την εποχή που ζούσε με την Λ. τον βασάνιζαν συνεχώς. Την έβλεπε στον ύπνο του. Δεν έβλεπε στιγμές που είχαν ζήσει αλλά όπως ήταν στην τελευταία συνάντησή τους. Τα ωραία της μάτια κλαμένα και κατακόκκινα. Τα μαλλιά της κόκκινα κι αυτά, με τους βοστρύχους να στεφανώνουν το στρογγυλό της πρόσωπο. Με λυγμούς που διέκοπταν συνεχώς τα λόγια της, να του εξηγεί ότι η ζωή τους, η ζωή των δυο τους, δεν είχε καμιά προοπτική, ότι έπρεπε να διακόψουν. Τα χέρια της όμως, έλεγαν άλλα όπως κρατούσαν τα δικά του. Μια ανεπαίσθητη κίνηση των δακτύλων πρόδινε την αγωνία και τον πόνο που της προξενούσαν τα ίδια της τα λόγια. Ύστερα το τελευταίο σφιχταγκάλιασμα. Το γλυκό κορμί της πάνω του. Μια στιγμή από εκείνες τις αιώνιες, που δε γλιτώνει κανείς από αυτές. Το πόσο βασανιστική γινόταν αυτή η θύμησή της τον έκανε ανίκανο να μπορέσει ν’ αντιδράσει στις μαύρες σκέψεις.
     Τον πρώτο καιρό, μετά την απόδραση, ζούσε στην Όλβια. Η ζωή είχε μικρύνει σ’έκταση αλλά και περιεχόμενο. Λίγα πράγματα μπορούσαν να προστεθούν στην καθημερινότητα. Σα να ‘πρεπε να συμπληρώσεις κάτι σε ένα τσαλακωμένο χαρτί γραμμένο σε ακατάληπτη γλώσσα. 
     Μες τις πτυχές, όπως το ίσιωνε, σα σκόνη οι μνήμες, κατέκλυζαν κάθε κενό χώρο, σαν φυσικό φαινόμενο, απρόκλητες, βροχή κι αέρας. 
     Στήριγμα πουθενά, για όλους, για όλους ήταν ύποπτος. Ερώτημα: Πώς τα κατάφερε; 
   Όλα είχαν μια αστάθεια, σαν τις μέρες, πότε έτσι πότε αλλιώς. Φθηνά κολπάκια δυτικά κι ανατολίτικα για να την βγάλει, την ημέρα; Την ώρα; Κανείς δεν ξέρει. 
     Οι νύχτες ήταν το χειρότερο. Η πιο συχνή μνήμη η καλοκαιρινή αγωνία της στέρησης, μεσ’το απότομο ξύπνημα, δεν ήταν πλάι του. Την έβρισκε γυμνή στη μικρή βεράντα πάνω από τη θάλασσα, κάπνιζε. Το φως του φεγγαριού κι η μυρωδιά από κείνα τα βρωμερά ρώσικα τσιγάρα που τόσο πολύ της άρεσαν, σχεδόν τα αγαπούσε. Μετά από χρόνια γέμιζε η θύμηση κι άλλες αισθήσεις. 
     Το άγγιγμα και η γεύση από το στόμα της, το βλέμμα και η λάμψη του σχεδόν αγορίστικου κορμιού της. Η θύμησή της, ίσως η πιο πολύτιμη, έτρεφε την φτώχια της ζωής του και βασάνιζε συγχρόνως, όπως είναι ταιριαστό στους απόκληρους με πλούτο μνήμης.
     Τα ίδια ερωτηματικά μετά από τόσα χρόνια. Άλλοτε οι απαντήσεις ήσαν ολοφάνερες. Τώρα χρειαζόταν συνεχώς τακτοποίηση οι σκέψεις του. Μια μικρή αμφιβολία αρκούσε για ν’ ανατραπεί κάθε τακτοποίηση, ενώ αντίθετα για να τα καταφέρει σε μια σχετική ισορροπία χρειαζόταν ώρες και ώρες και βουνά από επιχειρήματα, πολλαπλά επιβεβαιωμένα. 
      Αλλά και οι ενοχές που ένοιωθε για την πολιτική στάση του, τον βασάνιζαν κι αυτές. Πάρα πολλοί φίλοι του άλλος λίγο άλλος πολύ ήσαν ανακατωμένοι με την αντίσταση, κανα-δύο είχαν εκτοπιστεί. Αισθανόταν να προδίδει μέρος του εαυτού του, αυτού του άγνωστου που προσπαθούσε να γνωρίσει. 
      Δεν ήσαν μόνο τα καμώματα της Χούντας αλλά το χειρότερο ήταν ότι σαν καταλύτης έκανε να εκφράζουν οι πολλοί τον χειρότερο εαυτό τους. Δεν ήταν σίγουρα μια προοδευτική κοινωνία αλλά η Χούντα, σα να ‘ταν ένας ξενιστής, εμφάνιζε κάθε αρνητικό στοιχείο που κρυβόταν μέσα σε αιώνες ιστορίας. Δεν ήταν αυτός ο κόσμος που επιθυμούσε να ζήσει. Κοίτα τον εαυτό σου, μην κοιτάς πλάι, μην κοιτάς πίσω, ευδαιμονισμός και κατανάλωση, ατομικισμός και ξιπασιά. 
      Η έπαρση και ο κομπασμός πλάι - πλάι με τη μικροψυχία και την προστυχιά. Η μεγαλομανία και η μωροφιλοδοξία των στερημένων εκδικούνταν την χρόνια υπεροψία των αστών διανοούμενων, δεξιών και αριστερών. Πάνω απ’ όλα βασίλευε η ξιπασμένη ακαλαισθησία, η ασχήμια και η κακογουστιά. Πρωταγωνιστές του κιτς οι νεόπλουτοι και οι κυρίες των χουντικών, αλλά κυρίως η εθνική ντόπα, η ρηχή και πρόχειρη προγονολατρεία και η μισαλλοδοξία. 
     Μια άλλη εθνική αρετή και ποιότητα που ανέδειξε η Χούντα ήταν ο εμπαθής χαφιεδισμός. Πολλά είδη είναι οι χαφιέδες αλλά και οι σπιούνοι και οι ρουφιάνοι. Με ιδεολογική φόρτιση αλλά και ιδιοτέλεια. 
    Επαγγελματίες, ερασιτέχνες , εκβιαζόμενοι από τις αρχές ή με ανταλλάγματα υλικά. Υπάρχουν επίσης, αρκετά μεγάλη κατηγορία, οι πραγματικοί εραστές του κακού, αυτοί δηλαδή που χωρίς ορατό ή αόρατο όφελος προδίδουν. Άλλοι πάλι φορτίζονται από ζηλοτυπία ή φθόνο. 
       Υπάρχουν επίσης οι με καλές προθέσεις, που τυχαία βρίσκονται στον κοινωνικό περίγυρο του παρακολουθούμενου και στρατολογούνται σε επόμενο χρόνο από τις αρχές ή τους «υγιώς σκεπτόμενους», αυτούς δηλαδή που ενδιαφέρονται ή σε παρακολουθούν. Οι καλοί άνθρωποι.            Αυτό που με κανένα λογικό μέσο δε μπορούσε να κατανοήσει ήταν το πώς αυτός ο ίδιος τόπος και πολιτισμός μπορούσε να γεννά ηγέτες ιδιοφυείς αλλά και άλλους ηλίθιους, στοχαστές μεγαλειώδεις αλλά και λόγιους της δεκάρας, δόλιους και ανόητους διανοούμενους που ποτέ δε διανοήθηκαν το παραμικρό αλλά και γίγαντες ποιητές. Το εθνικό μυστήριο. 
      Τα πράγματα χειροτέρευσαν κατά πολύ όταν συλλάβανε τον Παντελή. Οι ενοχές της δικής του απραξίας και η άγνοια του τι συνέβαινε στο φίλο του τον έκαναν να φέρεται με τέλειο παραλογισμό. Όλα του έφταιγαν. Στη δουλειά τσακώνονταν με τους πάντες, συνεχώς. Τότε κατάλαβε βαθιά μέσα του ότι η παρουσία του Κόκκινου του προσέφερε ασφάλεια και καταφυγή απέναντι στην ταραχή του νου. Θα μπορούσε να είναι ο δάσκαλος που γύρευε. Ο Κόκκινος είχε χαθεί. Δεν τον ξαναείδε πια σ’όλη τη ζωή του. Μετά από μήνες κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει, άφησε πίσω του τον άγνωστο εαυτό του κι ακολούθησε την δράση στην παρανομία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: