Οι γείτονες Ιλλυριοί (5/9/2019)



Όπως λένε ότι αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό κλπ, συνέβει στα 1990 με τους Αλβανούς. Παρ’ ότι δίπλα μας, δεν είχαμε ιδέα για τα δράματά τους. Κάθε μία από τις δυο μεριές, για τους δικούς της λόγους, είχε ενισχύσει τη σιδερένια κουρτίνα από οποιοδήποτε σημείο του μήκους της. Τα σύνορα ήταν πραγματικά, τίποτα γνωστό για τους γείτονες, ή καλύτερα ήταν γνωστό ό,τι χειρότερο και πολλά ψέμματα. Η εποχή εξάλλου του ψυχρού πολέμου χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτό το γεγονός. Ό,τι χειρότερο και τεράστια ψεύδη και από τις δύο μεριές.

Πριν χρόνια, τον καιρό του Χότζα, έτυχε να ζω κοντά στην πρεσβεία τους της Αθήνας. Κατάκλειστα παράθυρα, έβλεπα τις εξόδους μόνο τις ομαδικές των οικογενειών. Η σοσιαλιστική τάξη, όπως την καταλάβαιναν, όριζε ότι έπρεπε να ζουν αμπαρωμένοι μέσα στο κτήριο. Δεν κυκλοφορούσαν ποτέ μόνοι τους. Πάντα σε μικρές ομάδες. Ακόμη και την Παρασκευή της λαϊκής αγοράς οι Αλβανίδες πήγαιναν με τα καροτσάκια για τα ψώνια και συνοδευόντουσαν πάντα από δυο – τρεις άντρες, προφανώς, χωροφύλακες με πολιτικά ρούχα. Σοσιαλιστική εγγύηση της ασφάλειας, κυρίως όμως για να μην επικοινωνήσουν με κανέναν. Ντυμένοι πάντα με την γνωστή κιτς σοσιαλιστική ευπρέπεια, αταίριαστοι με την εποχή και με την Αθήνα. Μου ήσαν ιδιαίτερα αντιπαθείς, όχι γιατί το καθεστώς ήταν σταλινικό ή μαοϊκό, αλλά γιατί διαχεόταν με την εμφάνισή τους η ακαμψία της ακαλλιέργητης ιδεολογίας. Μια ψευτο-αστική εμφάνιση που δεν έπειθε κανέναν. Η μίμηση των Δυτικών με μία επίπλαστη άνεση δεν έκρυβε καθόλου την συντηρητική και δογματική προέλευση. Έλειπε τελείως η λεβεντιά του επαναστάτη ανθρώπου, τουλάχιστον όπως εγώ πίστευα τότε ότι πρέπει να είναι χαρακτηριστικό του κομμουνιστή. Οι προκαταλήψεις μου αυτές με εμπόδιζαν να δω πίσω από αυτά τα σχήματα τους ανθρώπους σαν τέτοιους και αυτό το μειονέκτημά μου αφορούσε όχι μόνον στους Αλβανούς αλλά και σε άλλους. Ήμουν τότε πολύ νέος για να γνωρίζω ή ακόμη περισσότερο να καταλάβω. Δεν γνώριζα ότι η εξέλιξη, όποια κι αν είναι, φυσική, πολιτική ή κοινωνική, δεν προχωράει με άλματα. Ο φυσικός και αποτελεσματικός τρόπος είναι βήμα – βήμα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε μια πρωτόγονη πολιτισμικά χώρα, με φατριαστική δομή, να περάσει στον σοσιαλισμό με επιτυχία; Η ίδια αποτυχία επαναλήφθηκε σε πολλές χώρες τον εικοστό αιώνα. Σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τους οραματιστές και διανοούμενους. Μόνον για την επιλογή της χρονικής στιγμής της  απόπειρας της αλλαγής ευθύνονται. Σίγουρα όμως δεν θα μπορούσαμε με την ίδια ευκολία να απαλλάξουμε αυτούς που κατείχαν την εξουσία και τον πλούτο. Ταξική, πολιτική, οικονομική ή θρησκευτική καταπίεση ασκούσαν ανελέητα πάνω σε αυτούς που με απέχθεια ονόμαζαν κατώτερο λαό ή χωρικούς. Η ανάλγητη και απάνθρωπη συμπεριφορά της αυταρχίας ενισχυμένης από την μηχανή και τις αναπτυσσόμενες επιστήμες έφερε την ανάγκη της κοινωνικοποίησης στο έσχατο σημείο ώστε να επιχειρήσει ο λαός το άλμα, την επανάσταση.

Οι χείριστες σχέσεις μεταξύ των χωρών μας εμπόδιζαν να γνωρίσουμε από κοντά ανθρώπους απ’ τη γειτονική χώρα. Όχι μόνον ατομικά εμένα, αλλά και όλους τους Νεοέλληνες. Το θέμα αυτό ήταν ένα ταμπού. Αφορούσε μόνον στις κυβερνήσεις και στους αδιάλλακτους εθνικιστές και των δύο χωρών. Ξύνανε τις παλιές πληγές με μία άκρατη μαζοχιστική ηδονή. Η τύχη όμως, η μοίρα Λάχεσις, άλλα είχε προετοιμάσει.

Οι πρώτοι Αλβανοί που γνώρισα ήταν ο Χαλίλ και ο Σεφίτ. Πάνω σ’ ένα τριαξονικό φορτωμένο σίδερα οικοδομής, του έφερε ο Ντρούλης, ο οδηγός του, για να βοηθήσουν στο ξεφόρτωμα. Έφτασε αργά, τα δρομολόγια του πλοίου, τότε και τώρα, εξυπηρετούν πάντα τους πλοιοκτήτες. Τους ψάρεψε όπως μου είπε από την Κορησσία, έμεναν σ’ έναν καλαμώνα και στεγάζονταν κάτω από φύλλα νάιλον. Δύο παιδιά, κοντά στα είκοσι. Καταβρώμικοι, μαύροι, δεν είχαν που να πλυθούν, με ρούχα φτωχικά, της κακομοιριάς. Πεινούσαν. Σ’ ένα διάλειμμα της δουλειάς, ο Χαλίλ έβγαλε ένα ξεροκόμματο απ’ την τσέπη του και το ροκάνιζε. Η δυστυχία τους ακτινοβολούσε  στο σκοτεινό και έρημο εργοτάξιο. Αυτοί ήταν οι εχθροί. Ταράχτηκα εξαιρετικά. Τους ρώτησα αν έχουν δουλειά. Πήγα την άλλη μέρα στην Κορησσία και τους πήρα, μείνανε μαζί μου στη δουλειά, σχεδόν τρία χρόνια. Με τον καιρό γνώρισα κι άλλους, δούλευαν μαζί μου. Για μένα ο αναγκεμένος και ο αδύναμος έρχονται πρώτοι. Αυτή την αρχή την πλήρωσα πολλές φορές στην ζωή μου. Πιο ακριβά απ’ όλες τις φορές, εδώ, στην Κέα. Θεωρήθηκε ότι προτιμούσα και ήμουν φίλος των Αλβανών και η άλλη μομφή που με κατηγορούσαν ήταν ότι τους πλήρωνα κανονικό μεροκάματο ενώ θα ‘πρεπε να τους εκμεταλλεύομαι. Με απομόνωσαν κοινωνικά και επαγγελματικά. Ακόμα και σήμερα έτσι είναι. Περασμένα όμως, ξεχασμένα, δεν μετάνιωσα.
Τους γνώρισα καλά.  Η περιπέτεια του οπερετικού σοσιαλισμού κατέστρεψε τη χώρα τους. Όμως αυτοί, εργατικοί, γνώστες της τέχνης τους, όσοι είχαν, ντόμπροι, φιλαλήθεις και υπεύθυνοι για τον λόγο τους, καλοί οικογενειάρχες, φιλομαθείς, φίλοι πιστοί. Αυτή είναι η αλήθεια. Προσαρμόσιμοι στο έπακρο, χωρίς να χάνουν την βαλκάνια υπερηφάνεια τους. Μέσα σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια, πολλά χαρακτηριστικά τους, όπως η πηγαία υπαρξιακή αθωότητά τους, χάθηκαν. Έγιναν Δυτικοί και αυτοί.  Δούλεψαν μαζί μου και άλλοι πολλοί που δεν τους θυμάμαι τώρα. Ο Σταύρος Μπέλλος, ο Γιούπε, ο Οδυσσέας, ο Αντρέας κι ο Τζαφέρ. Ο Τζαφέρ έμαθε όλες τις τέχνες της οικοδομής, άριστος χτίστης της πέτρας, ζει τώρα στην Αλβανία με την οικογένεια που δημιούργησε εδώ. Δούλεψε μαζί μου σχεδόν δέκα χρόνια. Πολλοί έπαιρναν ελληνικά ονόματα για να διευκολύνεται η επαφή και να μην ακούγονται ξένα ονόματα στα αυτιά των αφεντικών. Ο Χαλίλ έχει σούπερ μάρκετ στην πατρίδα του και ο Σεφίτ είναι γυψαδόρος στην Αθήνα. Πολλοί μιλούσαν λίγα ελληνικά. Ο εθνικισμός, η εχθρότητα, οι διεκδικήσεις, η διαφορά της θρησκείας ήσαν εμπόδια και δεν επέτρεψαν στους Έλληνες της Αλβανίας να ενσωματωθούν. Το μόνο σημείο, οι πολλές κοινές λέξεις και στις δύο γλώσσες. Και αυτές, τούρκικες. Η κοινή μοίρα, ο κοινός δυνάστης.

Εκείνο που διδάσκει και είναι πράγματι μάθημα ζωής είναι η ιστορία των απλών ανθρώπων. Όχι η επίσημη, η ιστορία των κρατών, των νικητών, ή των μεγάλων ηττημένων, αυτή η ιστορία είναι το μάθημα που σαν δηλητήριο φαρμακώνει τους ανθρώπους και τους κάνει να έχουν μια εικονικά ψεύτικη αντίληψη για τη ζωή. Είναι η ιστορία των πολέμων των σφαγών, των γεγονότων που προκάλεσαν οι μεγάλοι εγωιστές, οι αρχηγοί, βάζοντας τη θέλησή τους πάνω από την ζωή των λαών.
Μέσα στην ιστορία, όπως αυτή γράφεται, και την γράφουν, αλίμονο, σχεδόν πάντα οι ίδιοι, χάνεται η αίσθηση του ανθρώπου. Γίνεται μάζα που ματώνει. Άλλοτε ανυψώνεται και άλλοτε χάνεται. Η κάθε ανθρώπινη ζωή, όμως, είναι μοναδική. Τα πάθη, οι χαρές, οι λύπες, οι αδυναμίες ή το σθένος του καθενός είναι μοναδικά. Μόνον αυτά έχουν αξία παιδαγωγική, άξια της καρδιάς και δασκάλα στην εξέλιξη της ψυχής.
Το ορφανό παιδί, η χήρα γυναίκα, ο νέος και η νέα που δεν πρόλαβαν να νιώσουν και να ζήσουν τον έρωτα, ο πόνος του γονιού, του γέροντα, που χάνει τα παιδιά του, του άντρα που χάνει την καλή του, είναι πάντα ο ίδιος, τι κι αν ανήκει στους μεν ή τους δε.
Ο μικρός απλός άνθρωπος είναι ο κόσμος όλος. Αυτόν τον κόσμο η επίσημη ιστορία μας τον στερεί. Τι αξία έχει μια ιστορία των πολέμων, των πολιτισμών, των επιστημών και ό,τι άλλο έχει καταγράψει ο κυρίαρχος νικητής; Τι αξία μπορεί να έχει η ιστορία του αίματος, του μίσους, της βίας και της σύγκρουσης; Τι αξία, πράγματι, μπορεί να έχουν όλα αυτά μπροστά στον πόνο του ανθρώπου που μονάχος αντιμετωπίζει το αβάσταχτο αυτό βάρος της καταστροφής της ζωής; Είναι, άραγε, μικρότερος ο πόνος αν ανήκει στη μεριά των νικητών και στο πλευρό αυτών που δικαιώνονται; Είναι, άραγε, μεγαλύτερος ο πόνος του φτωχού που χάνει το σπίτι του ή το παιδί του από τον πόνο του πλούσιου; Είναι άραγε μεγαλύτερη η χαρά του ορφανού νικητή; Μπορεί να δίνει χαρά η βία, ο πόλεμος, η καταστροφή;