Κομπαρσίτα (συνέχεια) 15/8/2019



Το δωμάτιο της Φλώρας ήταν στο ισόγειο, στο βάθος. Σχεδόν πάνω από το υπόγειο που βάζαν τα κάρβουνα. Την έβλεπε στο παράθυρο πρωί-πρωί την ώρα που ξεφόρτωναν. Του ‘γνεφε ή του χαμογέλαγε. Πολλές φορές, της πήγαινε κάρβουνα στο δωμάτιο. Μύριζε άσπρο σαπούνι. Μια μυρωδιά που λες και είχε γίνει ένα με κείνη, μέχρι που γέρασε, αυτό ήταν το άρωμά της. Της άρεσε πολύ η μουσική, είχε και γραμμόφωνο στο δωμάτιο. Ένα πρωί τον πήρε στο κρεβάτι της. Ο Σπύρος τα ‘χασε. Έμοιαζε με πάλεμα, το σχεδόν αγορίστικο κορμί της μπορεί να το ‘ξερε. Του ‘βαλε μια μουσική και του ‘πε: «Άμα ακούς αυτό το τραγούδι να ‘ρχεσαι οπωσδήποτε μέσα».

Την ίδια μέρα το βράδυ ο Βασίλης του μίλησε για τη Φλώρα. «Την γνωρίζεις, ξέρεις ποια είναι. Όταν ακούς τη μουσική που θα σου πει, θα σου δίνει ένα σημείωμα που θα το πηγαίνεις εκεί που θα σου πω, να προσέχεις πολύ, αν σε πιάσουν μ’ αυτό, φάτο, μην το βρουν». Την πρώτη φορά που του ‘πε ο Βασίλης το όνομα του τραγουδιού, μπερδεύτηκε. Η κουμπαρίτσα, έτσι το ‘λεγε για χρόνια και γέλαγε. Πολύ του άρεσε γιατί δεν είχε πολλά λόγια η σχέση τους. Το ίδιο άρεσε και σε εκείνη απ’ ότι έδειχνε. Τα σημειώματα άρχισαν να πληθαίνουν. Το αφεντικό του Σπύρου του είχε δώσει οδηγίες, που θα ‘κρυβε τα σημειώματα και σε ποιόν θα τα έδινε. Ο κυρ Βασίλης δεν ανακατεύονταν καθόλου σ’ όλη τη διαδικασία. Όταν η Φλώρα του ‘δινε σημείωμα, ο Σπύρος πήγαινε σ’ ένα καφενείο και ρώταγε αν πέρασε ο κύριος Τάκης. Το ίδιο βράδυ, υπήρχε ραντεβού σ’ ορισμένο σημείο της πόλης, την ίδια πάντα ώρα. Έδινε το σημείωμα στα πεταχτά την ώρα που περνούσε δίπλα σε ένα ψηλό ξερακιανό που του ‘χε δείξει το αφεντικό του, γρήγορα, σαν φτερούγισμα. Αυτός ήταν ο σύνδεσμος. Το μικρό και χιλιοδιπλωμένο χαρτάκι, ποτέ ο Σπύρος δεν το ξεδίπλωσε να το διαβάσει, απλώς έκανε την δουλειά με μεγάλη προσοχή σύμφωνα με όσα του είχε πει ο Βασίλης. Μ’ αυτή τη δουλειά πέρασε όλο το ’43 και σχεδόν το ’44. Στο φθινόπωρο φύγαν οι Γερμανοί. Ήρθε η απελευθέρωση.

Τα όσα ακολούθησαν είναι γνωστά ή άγνωστα, όσα φανερώθηκαν ή μείναν κρυφά όλα τα χρόνια. Φάνηκε ότι οι βασιλικοί αλλά και όλοι όσοι δεν αντιστάθηκαν, αντάμα με αυτούς που είχαν πλουτίσει, μαυραγορίτες, εκμεταλλευτές και συνεργάτες των κατακτητών, στόχευαν στην άφεση των αμαρτιών τους φέρνοντας πίσω τον Βασιλιά. Ούτε λόγος για εκλογές και απόφαση λαϊκή για το πολίτευμα. Κυρίως, ούτε λόγος για απόδοση δικαιοσύνης. Το κράτος ανύπαρκτο. Είναι πάντα δύσκολα τα πράγματα όταν οπλοφορούν οι πολίτες. Η πόλη ανάστατη, κυρίως τη νύχτα. Αποφάσισε η μάνα του να τον στείλει στην Αθήνα, σ’ έναν ξάδερφό της, παλιό, χωροφύλακα που είχε μαγαζί. Νόμιζε η κακομοίρα ότι θα ‘ταν καλύτερα για τον Σπύρο της.

Το ταξίδι περιπετειώδες, μ’ ένα φορτηγό παλιό γκαζοζέν, που το ‘χαν ξαναφέρει στην βενζίνη. Μιάμιση μέρα. Την νύχτα διανυκτέρευσαν σε ένα χωριό έξω απ’ τη Λάρισα. Εκεί τους είχε σταματήσει μια έφιππη συμμορία δεξιών για έρευνα. Τους πέρασαν κόσκινο στο ψάξιμο. Ήταν αργά την νύχτα όταν τελειώσανε. Ο οδηγός είπε ότι θα περιμένουν να ξημερώσει. Ο Σπύρος μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα, που τα ‘χαν σκορπίσει στο ψάξιμο, όπως και όλων των άλλων, έβαλε στήριγμα τον σάκο και ακούμπησε σε ένα δέντρο. Την υπόλοιπη νύχτα έτρεμε από το κρύο, Νοέμβρης μήνας. Φτάσανε στην Αθήνα την άλλη μέρα αργά μεσημέρι. Βάλθηκε πεζός να βρει το μαγαζί του θείου του. Κοντά στο Βατραχονήσι, στην Μπαγκνανά, κοντά στις εργατικές κατοικίες του Μεταξά, που ‘χαν μείνει γιαπιά.
Απόγευμα πια βρήκε το μαγαζί. Ένα ισόγειο κεραμόσκεπο. Ο θείος, δεν τον είχε δει ποτέ, φαινόταν καλός άνθρωπος. Με τα χρόνια αποδείχθηκε τέτοιος. Το μαγαζί ήταν κάτι σαν καφενείο και κρασοπουλειό. Τα Μεσόγεια δεν πάψαν σε όλη την Κατοχή να παράγουν κρασί, ρετσίνα κυρίως, για τον στρατό κατοχής όπως λέγαν. Ο καφές ήταν από κριθάρι ή ρεβίθια καβουρντισμένα. Αληθινός καφές δεν υπήρχε. Μόνο μία σκόνη, όταν βρισκόταν, κλεμμένη σίγουρα απ’ τους Εγγλέζους. Ο μεζές, σαρδέλες στο φούρνο, υπήρχαν άφθονες, ο Σαρωνικός έσωσε πολλούς στην Κατοχή ή παλαμίδες, κι αυτές στο φούρνο. Κρέας ανύπαρκτο. Κάτι κονσέρβες Εγγλέζικες αγορασμένες από τους νέους μαυραγορίτες ήταν ο εκλεκτότερος μεζές.

Συμπλοκές γίνονταν κάθε νύχτα. Οι Χίτες του Γρίβα, δεξιές συμμορίες που περιλάμβαναν και ανθρώπους του υποκόσμου, Γερμανοτσολιάδες, και κάθε καρυδιάς καρύδι, αρκεί να ήταν ενάντια στον ΕΛΑΣ, τον εφεδρικό στρατό του ΕΑΜ μέσα στην πόλη. Όλοι όσοι είχαν παραβεί για οποιονδήποτε λόγο  την πατριωτική υποχρέωση της αντίστασης, είχαν συνταχτεί και υποστήριζαν την επάνοδο του Βασιλιά.
Τον Δεκέμβρη η εξέγερση. Το μεγάλο λάθος. Πλανεμένη απ’ την τεράστια λαϊκή υποστήριξη, η ηγεσία των αριστερών πίστεψε ότι μπορούσε να τα βγάλει πέρα με μια αυτοκρατορία που πάνοπλη συνέχιζε τον πόλεμο ενάντια στον ναζισμό και υποστήριζε τον Βασιλιά. Επακολούθησε η ήττα, η συντριβή, η καταστροφή. Η Ελλάδα πήρε άλλο δρόμο. Κανένα άλλο Ευρωπαϊκό αριστερό κόμμα δεν έκανε το ίδιο λάθος. Ούτε οι Ιταλοί που είχαν έναν δίχρονο εμφύλιο το ’45 ως το ’46 και οι οποίοι με εκλογές αποφάσισαν τον δημοκρατικό δρόμο. Η Βρετανία με προστατευόμενό της τον Έλληνα Βασιλιά έστησε αριστοτεχνικά την πρόκληση.

Στην γειτονιά του Σπύρου δεν έγιναν μεγάλες μάχες, οι Εγγλέζοι ανεβαίνοντας την Συγγρού καταλάμβαναν μία προς μία τις γειτονιές έχοντας εξασφαλίσει τον Πειραιά και χρησιμοποιώντας βαρύ οπλισμό και αεροπορία. Το δράμα για τον πληθυσμό της Αθήνας αλλά και όλης της Ελλάδας πήρε τέλος με τη συμφωνία της Βάρκιζας. Ένα άλλο δράμα άρχιζε, των διωγμών, όλοι οι δοσίλογοι, οι μαυραγορίτες και οι συνεργάτες της Κατοχής, ελεύθεροι έστηναν την καινούργια ζωή τους. Οι άλλοι, στα στρατοδικεία, στις φυλακές και στις εξορίες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Αυτή όμως είναι δουλειά του ιστορικού.

Άρχισαν να ‘ρχονται στην ταβέρνα της Μπακνανά εθνοφύλακες που στην ουσία ήταν οι Γερμανοτσολιάδες, οι Χίτες και οι Μπουραντάδες της Κατοχής, οι οποίοι με τα νέα σχέδια της Βρετανίας θα αποτελούσαν την ραχοκοκαλιά του νέου Ελληνικού Στρατού. Τους ξεχώριζες απ’ την ολοκαίνουργια χακί Εγγλέζικη στολή τους, χωρίς διακριτικά, εθνόσημα, ή κάτι που να θυμίζει τακτικό στρατό. Πώς μαζεύτηκε η παρέα της Μπακνανά ο Σπύρος δεν γνώριζε. Έρχονταν μαζί με γυναίκες που το ντύσιμο και το βάψιμο μαρτυρούσε το επάγγελμά τους. Έτρωγαν, έπιναν, μεθούσαν και χόρευαν. Κανένας δε θα μπορούσε να φανταστεί τις φριχτές ιστορίες που σέρνανε μαζί τους. Απλώς γλεντζέδες με φίνα γυναικάκια.  Η τακτική και καθημερινή πελατεία της ταβέρνας.

Ένα βράδυ, Σάββατο μάλλον ήταν, την είδε με την παρέα των τσολιάδων. Ξαφνικά οι ματιές τους αντάμωσαν. Ήταν πάντα η Φλώρα του. Κάποια στιγμή τον πλησίασε στον πάγκο και τον ρώτησε: «Έχετε το Ταγκό Κομπαρσίτα;» Όχι, δεν το ‘χαν.
Όλη η φασαρία, οι φωνές, η μουσική, τα γέλια των γυναικών κάνανε ένα εφιαλτικό περιβάλλον στις ταραγμένες σκέψεις του Σπύρου. Είχε φύγει απ’ τη Σαλονίκη χωρίς να την χαιρετήσει. Πίστευε ότι δεν θα την ξαναδεί. Τώρα ήταν εδώ, μπροστά του, με το μαύρο φουστανάκι της να χορεύει με αυτούς τους φονιάδες. Συνήλθε γρήγορα όταν με τις στροφές του χορού τον ξαναπλησίασε και του ‘κλεισε το μάτι με τον τρόπο που εκείνη το ‘κανε. Έφερνε τον χορευτή της όλο και πιο συχνά κοντά στον πάγκο. Το ξύλινο πάτωμα της ταβέρνας έτριζε κάτω από το ποδοβολητό, γιατί έτσι έμοιαζε ο χορός. Αργά το βράδυ, όταν κόντευε το γλέντι να τελειώσει, όταν η κούραση ή η αναμονή ενός αγκαλιάσματος κάνει την έξαψη να κοπάζει, τον πλησίασε πάλι. Δούλευε, του ‘πε στα κλεφτά κάποια στιγμή, σ’ ένα σπίτι στην πλατεία Βάθη. Πήγε και την βρήκε. Από κείνη την συνάντηση έγιναν φίλοι αχώριστοι.

Ο Σπύρος ήταν οργανωμένος πια στην παρανομία και για πρώτη φορά μιλήσανε πιο ανοικτά για αυτά τα θέματα. Με έκπληξη την άκουσε να λέει ότι δεν υπήρχε τίποτα ιδεολογικό πίσω απ’ την εμπλοκή της. Σιγά-σιγά η κουβέντα ανοίχτηκε, σαν δυο καλοί φίλοι που ξαναβρέθηκαν. Του ‘πε με λίγα πικρά λόγια τα περασμένα της, για την ζωή στο χωριό, την ορφάνια, την τυραννία της μάνας της, το πούλημά της. Οι ιστορίες αυτές αφήνουν χαρακιές αγιάτρευτες. Ο Σπύρος κατάλαβε ότι η Φλώρα μισούσε όλη την κοινωνία, και ότι η στάση της αφορούσε μόνο στην ίδια απέναντι στον κόσμο όλο. Από τύχη βρισκόταν σ’ αυτή την παράταξη αλληλέγγυα με τους αδικημένους και όχι πίσω από μία θεωρία ή το κόμμα.
Την είδε αρκετές φορές, ο εμφύλιος μόλις είχε αρχίσει. Η Γιουλέ την νοίκιασε πάλι στην Κοζάνη. Πολύ δουλειά, πολύς ο στρατός. Επικοινωνούσαν με διάφορους τρόπους σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Πολύ αργότερα, είχαν περάσει χρόνια, διηγήθηκε στον Σπύρο τι είχε περάσει στα χέρια του σωματέμπορα όταν την πούλησε η μάνα της και στο σπίτι στην Κοζάνη τα χρόνια του εμφύλιου. Δεν ήταν τα αγκαλιάσματα των φαντάρων που την βασάνιζαν, είχε συνηθίσει πια να παραδίνει το κορμί της. Ο τύραννος ήταν εκείνος ο λοχαγός της εθνοφυλακής, ο Θανάσακας που προστάτευε και εκμεταλλευόταν την τσάτσα της Κοζάνης. Την χτυπούσε κάθε μέρα βάναυσα σε κάθε αποτυχία του να την πάρει με τον τρόπο που εκείνος ήθελε.

Βλέπονταν συχνά πια, κάναν παρέα σαν παλιοί φίλοι όταν τελείωσε ο εμφύλιος. Πέρασαν ένα δυο χρόνια. Συναντιόντουσαν συχνά όταν ταίριαζε το ρεπό τους. Θα ήταν ίσως καλοκαίρι του ’52, είχαν πάει για μπάνιο στου Μπάτη, στο Παλιό Φάληρο. Ένας γκριζομάλλης τους πλησίασε, με καλά Ελληνικά, αλλά ξένη προφορά, τους χαιρέτησε, τη Φλώρα ονομαστικά, η οποία σε δευτερόλεπτα τον αναγνώρισε. Αυστριακός γιατρός, τακτικός πελάτης της κυρίας Γκιουλέ στη Σαλονίκη. Υπάλληλος του ΟΗΕ τώρα, αποσταλμένος για θέματα υγείας στην Αθήνα. Δεν έκρυψε στιγμή το ενδιαφέρον του για κείνη. Μετά το μπάνιο πήγαν για φαγητό στις Τζιτζιφιές. Ο ξένος, με τρόπο ευγενικό, πήρε, συζητώντας, όλες τις πληροφορίες που ήθελε για τη σχέση Σπύρου και Φλώρας. Κάνανε παρέα αρκετές μέρες, του ‘δειξαν την Αθήνα. Βγήκαν και μόνοι τους.
Όλα έγιναν ξαφνικά, του είπε ότι ο ξένος της ζήτησε να την πάρει μαζί του, ήταν αποφασισμένη να πάει. Εκείνος, προς στιγμή, ταράχτηκε, είδε όμως μπροστά του το μέλλον της «Κουμπαρίτσας». Η λύση κάποτε έρχεται από το παρελθόν. Ενίσχυσε με πολλή θέρμη την απόφασή της. Σε πολύ λίγες μέρες έφυγε για την νέα ζωή της. Αλληλογραφούσαν πάντα και στα ταξίδια στην πατρίδα βλεπόντουσαν πάντα και κάνανε παρέα. Παντρεύτηκε τον γιατρό και ζήσαν καλά χρόνια, μέχρι που εκείνος πέθανε το ’75 και η Φλώρα γύρισε πίσω. Γύρισε πίσω ως κυρία Εύη. Είχε αφήσει το όνομά της, και είχε φτιάξει το βαφτιστικό της μοντέρνο. Είχε μάθει όλα τα ευρωπαϊκά, τρόπους και φερσίματα, ήταν η χήρα του γιατρού. Πλούσια, πια, έμενε στο Κολωνάκι. Πάντα για παρέα της τον Σπύρο που είχε μετατρέψει το μαγαζί της Μπακνανά σε σούπερ μάρκετ. Επιζώντες ναυαγοί της περιόδου της Κατοχής και του Εμφύλιου, σαν εκατομμύρια άλλους απλούς ανθρώπους που έφτιαξαν την νέα αστική πατρίδα.
Μόνο το μίσος της για την κοινωνία έμενε ολοζώντανο. Βλέποντας τα πράγματα και ζώντας τα απ’ την άλλη όχθη, την όχθη των αστών και βολεμένων, δεν έκανε ποτέ τίποτα για τους αδικημένους, για τους δυστυχείς. Μια τέτοια στάση θα είχε λογική γνωρίζοντας τα βάσανα που πέρασε. Το ενάντιο συνέβαινε, ίσως απ’ τις ενοχές της, που ανέχτηκε τον ρόλο της πόρνης που της ανέθεσε η μάνα της πρώτη και όλη η κοινωνία μετά. Έξυπνη όπως ήταν, καταλάβαινε πολλά και φρένιαζε μέσα στις σκέψεις της γιατί δεν σκότωσε τον νταβατζή που την πρωτοαγόρασε.
Ο Σπύρος πάντα καλός μαζί της. Της μιλούσε λογικά. Οι τρόποι που της φέρονταν όλοι στη γειτονιά, στα μαγαζιά, στην πολυκατοικία, στην πλαγιά του Λυκαβηττού που έμενε, την έκαναν να σκυλιάζει και περνώντας τα χρόνια αυτός ο θυμός να γίνεται κατάθλιψη. Με τη λογική καταλάβαινε ότι τώρα πια, είναι πολύ αργά. Η δράση θέλει τον καιρό της, τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Της έλεγε όλα τα τελευταία χρόνια «Κουμπαρίτσα μου, χαμογέλα λίγο, οι καιροί άλλαξαν». Του απαντούσε με ένα χρώμα στη φωνή που θα μπορούσε κάποιος να αναγνωρίσει ένα μείγμα θυμού, ειρωνείας και θλίψης: «Όσο υπάρχει μνήμη, τίποτε δεν αλλάζει». Αυτός ο διάλογος επαναλαμβανόταν συνέχεια. Σίγουρα εννοούσε ότι όσο υπάρχει ατομική μνήμη δεν υπάρχει σωτηρία. Ούτε το κάψιμο των φακέλλων της ασφάλειας, ούτε η εξαφάνιση των αρχείων μπορεί να είναι η λύση. Μόνο η εξομολόγηση και το μοίρασμα της μνήμης των ανθρώπων, μπορεί να δώσει ειρήνη στους κολασμένους των χρόνων εκείνων. Όσο δεν ομολογούνται τα πάντα προκοπή δεν θα υπάρξει. Μάλλον αυτό πίστευε μέχρι την ημέρα που πέθανε. Ούτε η συγκάλυψη αλλά ούτε η επιπόλαιη ελπίδα των διανοουμένων και των ειρηνόφιλων δεν μπορεί να διαλύσει το δηλητήριο που ποτίζει την συνολική μνήμη. Η κοινή συνείδηση θα ποτίζεται με αυτό και θα θρέφει κάθε νέα γενιά. Η αδελφοσύνη δεν πραγματώνεται με ψέμματα, συγκάλυψη και λήθη. Τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί ή να μείνει πίσω. Κάποτε θα εκραγεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: