Κομπαρσίτα (28/7/2019)



Η γριά πέθανε ανήμερα της εθνικής γιορτής την ώρα που δεν άρχισε η παρέλαση όταν οι «Αγανακτισμένοι» διάλεξαν αυτή την επέτειο για να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στα μέτρα που επέβαλε η Τρόικα.
Τέλειωσε έτσι ξαφνικά, όχι πως κατάλαβε τίποτα, παρόλον ότι έφυγε ξύπνια και μπροστά στην τηλεόραση. Τα τελευταία χρόνια τα ‘χε χάσει λίγο. Εκρήξεις ζωντάνιας και διαύγειας διαδέχονταν περιόδους κατάθλιψης και μίζερης παραίτησης. Στην κηδεία, ο δικηγόρος της, ο θυρωρός που της ψώνιζε κι έκανε διάφορες δουλειές της και ο Σπύρος, γέρος κι αυτός, ο μοναδικός της φίλος.
Όσοι την γνώρισαν ηλικιωμένη, ή γριά, όπως έλεγε η ίδια, δε θα μπορούσαν ποτέ, μα ποτέ, με τίποτα, να φανταστούν πώς ήταν νέα και τι έκανε στα νιάτα της. Μόνον ο φίλος της ο μπάρμπα-Σπύρος ήξερε. Η ιστορία της γνωριμίας τους άρχισε την Κατοχή, στο ’43.

Η κυρία Γιουλέ, ήταν Αρμένισα, παλιά πουτάνα νεοφώτιστη όμως στο ρόλο της τσάτσας. Είχε καταφέρει, λίγοι γνώριζαν το πώς, παρόλον ότι ήταν ήδη εξηντάρα, από τους πρώτους κιόλας μήνες που μπήκαν οι Γερμανοί, να τις παραχωρήσουν την βίλα.
Ένας φίλος της, αξιωματικός της χωροφυλακής μεσολάβησε. Επίταξη για τις ανάγκες του στρατού κατοχής, έλεγε το παραχωρητήριο, στο όνομά της.
Ένα τεράστιο διώροφο σπίτι με κήπο. Η οικογένεια των πλουσίων Εβραίων που κατοικούσε σε αυτό εξαφανίστηκε. Λέγαν ότι κάπου κρύφτηκε, άλλοι λέγαν ότι έφυγαν στην Τουρκία. Ο δρόμος απ’ τους πιο κεντρικούς της πόλης. Ο κήπος τεράστιος, όπως και το σπίτι. Τέλειο αρχοντικό. Υπήρχαν πολλές τέτοιες βίλες, σ’ όλο το μήκος του δρόμου, εκτός από το πολύ κεντρικό τμήμα του.
Τα πίσω δωμάτια βλέπαν την θάλασσα. Κτήριο με ιδιαίτερο σχέδιο, κράμα ανατολίτικου μπαρόκ με νεοκλασικά στοιχεία, λεβαντίνικο, λεγόταν το στυλ. Πολλές τέτοιες βίλες υπήρχαν κατά μήκος της παραλίας και σε άλλες παράλιες πόλεις. Στην Πόλη και στην Σμύρνη, αλλά και στην Αλεξάνδρεια, στην Αίγυπτο. Τα λαϊκά πορνεία βρίσκονταν στο άλλο άκρο της πόλης.

Η κυρία Γιουλέ είχε μόνιμο εραστή και προστάτη έναν νεαρό μαυραγορίτη που προμήθευε τους Γερμανούς. Η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, τα φερσίματα των κοριτσιών, που ήταν όλα σχεδόν νοικιασμένα από μπορντέλα της Αθήνας και της Λάρισας, και γενικά όλη η διακόσμηση ήταν έργο δικό της, με χρήματα του αγαπητικού που στην ουσία ήταν και το αφεντικό. Η πελατεία, Γερμανοί και Βούλγαροι αξιωματικοί, μαυραγορίτες ντόπιοι και ξένοι, κάποια πλούσια ρεμάλια της ντόπιας καλής κοινωνίας, καπνέμποροι της Θράκης και γενικά, όσοι είχαν δύναμη και χρήμα.
Τα κορίτσια, καμιά δεκαριά μικρές πουτανίτσες, ούτε μία μεγάλη. Η μεγάλη πόλη και η φτώχεια, τροφοδοτούν πάντα τον αγορασμένο έρωτα. Πόσο μάλλον η σκληρή κατοχή. Η κυρία Γιουλέ, μεγάλη σκηνοθέτης, είχε μοιράσει τους ρόλους, έξυπνα, ανάλογα με τη ζήτηση.
Κανα-δύο υποδύονταν τις μοιραίες, άλλη, το μορτάκι, κανα δυο–τρεις, παρίσταναν τις αθώες. Μία, ντυνόταν αγορίστικα. Η γκαρνταρόμπα, πλούσια και διαλεχτή.

Η Φλώρα, θα ‘χε μόλις πατήσει τα είκοσι, ωραίο κορίτσι, με κοντά μαύρα μαλλιά. Το κορμί της εφηβικό, σχεδόν αρσενικό, με μικρό στήθος χωρίς καμπύλες. Ανεκδήλωτοι ομοφυλόφιλοι, παιδεραστές και παιδόφιλοι, σαδιστές αλύτρωτοι μέσα και χωρίς τη στολή τους ήσαν κυρίως οι πελάτες που την προτιμούσαν. Κατάγονταν κάπου απ’ την κάτω Ελλάδα, το όνομά της Παρασκευή, Φλώρα, βαφτίστηκε στα μπορντέλα. Την πούλησε η μάνα της για πέντε χρυσές εγγλέζικες, λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος. Ήταν δεν ήταν τότε δεκάξι χρονών. Ο άθλιος σωματέμπορος που την αγόρασε την νοίκιαζε σε διάφορα σπίτια της επαρχίας μέχρι που την αγόρασε η κυρία Γιουλέ από ένα σπίτι στην Κοζάνη.

Ο Σπύρος, σχεδόν συνομήλικος, λίγο μικρότερος από την Φλώρα, ήταν αγροτόπαιδο απ’ τα περίχωρα. Με τον πόλεμο, τον έβαλε τη μάνα του στον κυρ- Βασίλη, στο καρβουνιάρικο, στην πόλη, ορφανός από πατέρα. Εκείνος πέθανε στην εξορία το ’37. Ο Σπύρος, έτσι, έγινε αυτός που έφερνε χρήματα στο σπίτι, για τη μάνα του και τα δύο μικρότερα αδέρφια του. Κοιμότανε στο καρβουνιάρικο, δουλειά βαστάζου.
Με το αφεντικό, μοίραζαν ξύλα και κάρβουνα στα σπίτια, με ένα μικρό γκαζοζέν. Ο κυρ- Βασίλης ήταν παιδικός φίλος του πατέρα του, έκανε χρόνια αυτή τη δουλειά, ήξερε πολλά μέρη και πιο πολλούς ανθρώπους. Το αφεντικό του φερόταν καλά, τον είχε και σαν παρέα. Του μίλαγε για όλα, για τον πατέρα του, για το κόμμα, για το ’22. Πήγαιναν και στην Αρμένισα κάρβουνα. Είχαν σόμπες εκεί. Τα κορίτσια τα γνώριζε όλα, τους πήγαινε κάρβουνα στα δωμάτια. Την Φλώρα την συμπαθούσε πολύ, αλλά και εκείνη του φερόταν πολύ φιλικά. Ήταν η πρώτη μεγαλύτερή του γυναίκα που γνώριζε από κοντά, εκτός απ’ τις συγγένισσες και τις συνομήλικές του. Δεν είχε πολλά πάρε – δώσε με τα θηλυκά.

(Συνέχεια στην επόμενη ανάρτηση).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: