Τα σχολεία της Σπείρας (19/7/2019)



Είχαν περάσει κιόλας κάποιοι μήνες και βάλε από τότε που ο Μητσάρας αποδήμησε στα καθαρά πεδία του άλλου κόσμου και η σπείρα μένει ορφανή, χωρίς αρχηγό.
Πραγματικός αρχηγός δεν ήταν ποτέ, με την κλασσική έννοια. Είχε δημιουργήσει όμως ένα μεγάλο δίκτυο πληροφοριών και αυτό συνέβει χωρίς να το έχει σχεδιάσει, αλλά έτσι τυχαία. Κυρίως όμως έπαιζε τον ρόλο του κλεπταποδόχου και του ακέραιου κέντρου αναφοράς όσον αφορούσε στις σχέσεις και στις μικροδιαφορές μεταξύ των κλεπτών και απατεώνων που αποτελούσαν χωρίς ενιαία δράση και οργάνωση τη σπείρα. Είχε καταφέρει σιγά-σιγά να είναι ο αδιαμφισβήτητος πρώτος. Το ταλέντο του ήταν οι καλές πληροφορίες και το να μοιράζει τις δουλειές ανάλογα με τις δυσκολίες του εγχειρήματος στους πιο κατάλληλους. Αλλά επίσης,  το ότι ο λόγος του ήταν κανόνας σεβαστός και δίκαιος προς όλους τον είχε φέρει σε μια θέση πατέρα αυστηρού αλλά ικανού που έμοιαζε πολύ με τη θέση του αρχηγού. Το μεγάλο του ελάττωμα ήταν η αδηφαγία. Ο συγχωρεμένος ήταν και καλός επενδυτής, αφού όλα τα κέρδη της πολύχρονης καριέρας του είχαν γίνει αποδοτικές επιχειρήσεις, ακίνητα, ταξί, τουρισμός κλπ. Όλα αυτά κληρονομήθηκαν απ’ τη μικρή αδερφή του η οποία ήταν ακόμα ανύπαντρη.
Οι δουλειές μετά τον θάνατο του Μητσάρα είχαν πέσει πολύ. Ο καθένας μόνος του, άντε δύο-δύο. Οι μικροκουβέντες δεν σταματούσαν, συζητιόντουσαν όλα, κυρίως το καλοκαίρι που ερχόταν. Κατά παράδοση οι δραστηριότητες της σπείρας τα καλοκαίρια μεταφέρονταν κυρίως στα νησιά. Στα μικρά και στα μεγάλα του Αιγαίου και στα άλλα, δυτικά. Όπως κινείται ο πληθυσμός, κινείται και η πελατεία της σπείρας. Είναι φανερό ότι η κίνηση του πληθυσμού στις καλοκαιρινές διακοπές δημιουργεί κενά στις πόλεις και συνωστισμό στις παραλίες.
Μεγάλο κίνητρο για τις αστικές σπείρες και ανταγωνιστική κρίση για τις μικρές τοπικές, τις ντόπιες που λέμε, και όπου και όταν αυτές υπάρχουν. Ελάχιστες οι περιπτώσεις συνεργασίας, το πολύ, κάποιες μικρές λειτουργούσαν σαν παραρτήματα των μεγάλων.

Τα παρατσούκλια είναι μέρος του πολιτισμού μας από τα αρχαία χρόνια. Συνήθως αποδίδουν κάποιο χαρακτηριστικό της εικόνας ή της συμπεριφοράς. Στην πλειονότητα ο σκοπός είναι να τονιστεί υποτιμητικά μία διαφορά από τους πολλούς. Δεν αποκλείονται όμως και τα κολακευτικά. Όλοι οι ορισμένοι κοινωνικά χώροι, η εργασία, ο στρατός, η καταγωγή, γίνονται πεδία επεξεργασίας. Υπάρχουν πάντα πρόθυμοι νονοί και απόπειρες απ’ τις οποίες μία επικρατεί. Κολλάει σαν τσιμπούρι. Μια ιδιαιτερότητα στους κανόνες συμβαίνει στα πολύ μικρά μέρη, η κληρονομική μεταφορά του τσουκλιού. Πράγμα πολύ άδικο, αφού το τσούκλι υπάρχει ακριβώς για να τονίσει ένα ιδιαίτερο προσωπικό χαρακτηριστικό.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Γιάννης ο Χτικιάρης. Ένας πολύ όμορφος και υγιής νέος, ταλαντούχος κλέφτης, είχε κληρονομήσει το τσούκλι του πατέρα του, ενός φιλάσθενου, αδύνατου στο σώμα και ταλαιπωρημένου αγρότη. Σαν χτικιό ονομαζόταν λαϊκά, τα παλιά χρόνια, κυρίως η φυματίωση. Συνήθως όμως έτσι χαρακτηριζόταν και κάθε χρόνια πάθηση κατά την οποία ο ασθενής έχανε βάρος, ήταν αδύνατος, χλωμός, έχανε την λάμψη της ζωής, παρόλον ότι μπορούσε να βιώσει μια υποβαθμισμένη ύπαρξη. Κατά τη λαϊκή σοφία το χτικιό ήταν ασθένεια που οφειλόταν στη φτώχεια, τη φυλακή και τη στέρηση. Παρόλα αυτά πρόσβαλλε και τους πλούσιους. Κυρίως εξαιτίας της στέρησης αγαπημένων προσώπων, θανάτων, απουσίας, αποχωρισμού κλπ, αλλά και από ανεκπλήρωτους έρωτες. Έρωτες απαγορευμένους ή χωρίς ανταπόκριση.

Το τσούκλι του πατέρα του ήταν σίγουρα εξαιτίας της φτώχειας, της βαριάς δουλειάς και των στερήσεων που επέβαλε το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Οι ίδιες αιτίες ήταν πίσω απ’ τη ζωή του Γιάννη στη θητεία του στην παρανομία και τον υπόκοσμο. Η φτώχεια, η στέρηση, τα αφεντικά, η επαρχία. Μισούσε όσους χρησιμοποιούσαν το κληρονομημένο τσούκλι. Πρωτόμαθε στο κλέψιμο από έναν μακρινό θείο της μάνας του, στο σπίτι του οποίου τον έστειλαν να βρει δουλειά όταν πέθανε ο πατέρας του. Εκεί, στην κοντινή κωμόπολη, έμαθε. Το ταλέντο του φανερώθηκε από τα πρώτα μαθήματα και το χέρι του ήταν πολύ ελαφρύ. Ο μπάρμπας του ασκούσε την τέχνη της κλοπής και έδινε μαθήματα στον Γιάννη, κυρίως στην αγορά των ζώων την Κυριακή. Πολύ γρήγορα μετακόμισε στην κοντινή πόλη, ήταν δεκαπέντε χρονών. Μαθήτευσε κοντά στον Λαυρέλο, τον περίφημο κλέφτη, τον επιλεγόμενο Σκύλο. Έγινε ξεφτέρι. Ο Σκύλος του ‘δινε τα μισά της αξίας του ξαφρίσματος. Σιγά-σιγά μάζευε και έκανε κομπόδεμα. Τον πίεσε να μάθει Αγγλικά, έχοντας προβλέψει την αύξηση των θυμάτων, εξαιτίας της αύξησης του τουρισμού που σημειωνόταν.

Κυρίως όμως του ‘διξε τα μυστικά της τοκογλυφίας. Η φιλοσοφία του, απλοϊκή αλλά τετράγωνη. «Του παίρνεις αλλά τον βοηθάς». Έλεγε απλά στον Γιάννη. Έγινε και σε αυτό ξεφτέρι. Όλα τα μυστικά της τέχνης. Γιατί για τέχνη πρόκειται, πληροφορίες, εμπράγματος εγγύηση, ελαστική και ήπια αποπληρωμή κλπ. Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι πίσω απ’ την ιστορία των τραπεζών υπάρχει η τοκογλυφία. Αν σου απαντήσει ειλικρινά κάποιος που γνωρίζει από τράπεζες, θα σου πει ότι το κέρδος γι αυτές παράγεται κυρίως από τα δάνεια. Ελάχιστο εισόδημα παράγουν όλες οι άλλες δραστηριότητές τους. κανένα κεφάλαιο δεν δημιουργήθηκε ποτέ από την προσωπική εργασία. Πάντα η διαφορά, η υπεραξία που λένε, η εκμετάλλευση σωρεύει το κέρδος. Στην πράξη ο Γιάννης στην ηλικία των σαράντα κέρδιζε από τον τόκο. Το ξάφρισμα ήταν σαν την πρώτη αγάπη του εύκολου κέρδους. Το εγκατέλειπε σιγά-σιγά.

Το ειδύλλιο πλέχτηκε σε ένα νησί των Σποράδων όπου ο Χτικιάρης είχε πάει για δουλειά, όπως κάθε καλοκαίρι, και η νεόπλουτη κληρονόμος για διακοπές. Η ειδικότητά του ήταν οι πλούσιες ξένες. Παλαιότερα ξάφριζε κοσμήματα, μετρητά και άλλα πολύτιμα, τώρα απλώς η συνήθεια τόσων χρόνων τις προτιμάει από τις ντόπιες. Όπως ήταν όμορφος άντρας, δεν είχε καμιά δυσκολία. Ο Σκύλος του είχε μάθει τα πάντα, τους καλούς τρόπους, το σωστό ντύσιμο, τα φερσίματα και τα συνοδευτικά λόγια. Παρουσιαζόταν σαν εισοδηματίας ομογενής απ’ την Αμερική. Όντας λαϊκός τύπος, δεν είχε καμιά δυσκολία.

Το κεφάλαιο, άσχετα από τους τρόπους που σωρεύτηκε, βρίσκει πάντα ανθρώπους πρόθυμους να το υπηρετήσουν στον χρόνο, να το υπερασπίσουν και να το αυξήσουν.
Ένας γερο-εργάτης του ορυχείου στο Λαύριο είχε πει πριν από πολλά χρόνια απαντώντας στην ερώτηση, πώς γίναν οι τράπεζες, είχε πει: «Το πολύ χρήμα», χωρίς να το ονομάζει κεφάλαιο, «ή το κλέβεις ή το παντρεύεσαι». Έτσι φαίνεται ότι γίνονται τα πράγματα. Στην περίπτωση της γνωστής σπείρας, έγιναν και τα δύο.

(σχετική ανάρτηση με την ανάρτηση στο Facebook στις 27/12/2018).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: