Ταξίδι με αγνώστους (5/1/2019)



Πολλές φορές ακούμε ή λέμε και εμείς οι ίδιοι: «Πώς το ‘κανα αυτό; Ήταν μία τρέλα». Σε στιγμές κρίσης ομολογούμε ότι, μέσα από την πίεση, ο άνθρωπος, το ζώο που ανέπτυξε την σκέψη, την αιτιοκρατία και την λογική μπορεί να πράξει κάτι παράλογο.
Η Σκεπτική φιλοσοφία περιλαμβάνει ορισμένες παραδοχές σαν Αρχές, όπου μία απ’ αυτές ισχυρίζεται ότι για κάθε πράγμα, δηλαδή, σκέψη, λόγο ή πράξη, υπάρχει αυτό που βρίσκεται στην απέναντι όχθη του ποταμού της ζωής. Αυτό το απέναντι είναι πάντα ίσο αλλά αντίθετο της ταυτότητας και του νοήματος. Δεν εξετάζει βέβαια την ποιότητα και τον σκοπό, αλλά την ύπαρξη αυτού του αντίθετου, του απέναντι, του «αντικειμένου» και γι αυτό καταλήγει στην αμφιβολία. Οι στενόμυαλες ερμηνείες των ανά τους αιώνες ορθολογιστών κάθε είδους απαξίωσαν την σκεπτική σχολή και έτσι στέρησαν στους ανθρώπους του μέλλοντος την κατάκτηση μιας ολοκληρωμένης αντίληψης του Κόσμου.

Ενώ ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος που απαρτίζεται από αντιθέσεις ή καλύτερα αντιφάσεις, εμείς υποκρινόμαστε ότι υπάρχει μία μοναδική αλήθεια. Αυτό το γεγονός είναι η μάνα της δυστυχίας. Όταν κάποιος ισχυρός, εξαιτίας του πλούτου που κατέχει ή της βίας  που χρησιμοποιεί, οικειοποιηθεί, κάνει δική του, δηλαδή αποκλειστική την ορθότητα της σκέψης, της λέξης ή της πράξης, στην ουσία υποδουλώνει όλους τους άλλους.
Θα ήταν άδικο για τον αναγνώστη να αποπειραθώ να αποδείξω την ύπαρξη των αντιθέσεων και των αντιφάσεων. Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει καλό και κακό, ωραίο και άσχημο κα. Δεν γνωρίζουμε όμως, συνειδητά βέβαια, ότι το ένα υπάρχει επειδή υπάρχει το άλλο.
Με αυτόν τον μηχανισμό υπάρχει το λογικό αλλά και το παράλογο. Αν ο άνθρωπος είναι ικανός να παράγει και να καλλιεργεί το ένα, είναι ικανός και για το άλλο. Η υποστήριξη της μοναδικότητας του ενός άκαμπτα και ενεργά, παράγει αυτόματα και διαιρεί τον ένα και «άτομο» κόσμο και πραγματώνει τον διχασμό και την σύγχυση.
Μια Αρχή της αριθμητικής υποστηρίζει ότι μετά το δύο έπονται όλοι οι αριθμοί. Έτσι οι κόσμοι, αφού γίνουν δύο, στην συνέχεια γίνονται πάρα πολλοί, άπειροι, και έτσι κατακερματίζεται και χάνεται στο χάος ο άνθρωπος.

Όλοι οι αναγνώστες πρέπει να γνωρίζουν ότι αυτά τα σημειώματα δεν είναι πηγές γνώσης ή σοφίας όπως χαζοχαρούμενα με κατηγορούν. Είναι προτάσεις σκέψης. Ο καθένας θα βρει τη δικιά του αλήθεια γιατί δεν είναι προτρεπτικά προς κάποια ορισμένη κατεύθυνση. Αυτή η κατεύθυνση επιλέγεται από τον καθέναν με  κριτήριο την εμπειρία που αποκτάει αυτός από την εμπλοκή του με τη ζωή. Μετά, βέβαια, από σκέψη, συζήτηση και πράξη.

Το παράλογο ειδωμένο έτσι δεν είναι έξω απ’ τη ζωή μας. Τις περισσότερες φορές καλύπτεται απ’ την αμάθειά μας, το τυχαίο, κυρίως όμως από τις πλάνες και τα ψεύδη που υποστηρίζουν αυτοί που μας θέλουν υπήκοους, εξαρτημένους και υποχείριούς τους.
Ένα περίεργο, αλλά όχι τόσο, αφορά σε μεγάλο βαθμό στους Έλληνες, όχι σαν κράτος, έθνος ή καταγωγή, αλλά σαν σκέψη και νοοτροπία. Ακόμη και αυτοί, οι σκεπτόμενοι δηλαδή σαν Έλληνες, διατηρούν μεγάλο μέρος παραλογισμού στην Κοσμοθεώρησή τους. Αυτός είναι ο κύριος λόγος της μη κατανόησης, αποδοχής ή ενσωμάτωσής τους από τους προοδευμένους Δυτικούς «Βαρβάρους[i]». Πρέπει να μην υπάρξει παρεξήγηση. Αυτή η ξεχωριστή ιδιαιτερότητα των Ελλήνων δεν εμπεριέχει εθνικιστική ή «χρυσαυγήτικη» υπερηφάνεια, αλλά είναι «κοσμική ουσία» αποτέλεσμα της εξέλιξης της σκέψης. Η σύγχυση που προκύπτει προέρχεται απ’ το υπερενισχυμένο «εγώ» που ανέπτυξαν οι γηγενείς Έλληνες, ανά τους αιώνες, εξαιτίας των κινδύνων που έζησαν. Ο παραλογισμός σαν αποτέλεσμα της οξυδέρκειας και της άμυνας. Με μικρή προσπάθεια σκέψης θα δούμε ότι σαν ορθό θεωρούμε ό,τι μας συμφέρει, ενισχύει και ασφαλίζει. Αυτό όμως μας καθιστά αδύναμους, γιατί συγχρόνως έχουμε σαν συστατικό αυτού του εγώ που υπερασπίζουμε, την σύγχυση του ορθού με το συμφέρον. Η εσωτερική σύγκρουση που μοιάζει πολύ με έναν εμφύλιο πόλεμο γίνεται μόνιμη.
Αυτή η εσωτερική σύγκρουση του λογικού με το παράλογο είναι μια ανθρώπινη κληρονομιά που μαζί με το εφήμερο της ζωής, το άγνωστο, τις ατυχίες και τις αποτυχίες εμφανίζεται σαν ειμαρμένη. Μια μοιραία δηλαδή κατάσταση ή Κάρμα για τους νεοφώτιστους στις Ανατολικές φιλοσοφίες, και αφορά στους ανάδελφους Έλληνες σαν πολιτισμική καταγωγή, όπου, όποτε και από όποιους έχουν γεννηθεί. Η αναλογία εμφυλίου πολέμου και εσωτερικής σύγκρουσης γίνεται έτσι πιο εμφανής.

Για την υπέρβαση αυτή της κατάστασης αρκεί η αποκατάσταση του ενός αδιαίρετου, ακέραιου και ολόκληρου κόσμου. Λογικό και παράλογο μαζί, με καλλιέργεια της διάκρισης για το πρακτέο και τον έλεγχο της πρωτόγονης παρόρμησης. Εξάλλου, αυτοί που μελετούν την ιστορία της εξέλιξης του πολιτισμού γνωρίζουν ότι άπειρα νέα χρήσιμα και ευεργετικά πράγματα προέκυψαν απ’ την «τρέλα» γνωστικών ανθρώπων. Αρκεί, βέβαια, η χρήση της παράλογης ενέργειας να μην γίνεται κίνητρο που γεννάει και αναπαράγει τα προβλήματα του εγώ, δηλαδή, τον φόβο, την επιθυμία, την ζήλια, τον φθόνο και τον ανταγωνισμό. Όλα αυτά είναι η τροφή του «εγώ» και το λίπασμα της σύγχυσης. Γνωρίζω πάρα πολλούς άπληστους εκμεταλλευτές που παριστάνουν τους δήθεν Χριστιανούς, την Κυριακή το πρωί, στην εκκλησία, ή άλλους, αμαθείς και «εγωίσταρους» που παριστάνουν του Δασκάλους και εκμεταλλεύονται τους πάντες.

Η ακρισία μας κάνει να μην αναγνωρίζουμε ότι όλοι οι συνταξιδιώτες μας στην ζωή είναι τέτοιοι τυχαίοι. Ακόμη και η οικογένειά μας. Οι κοινοί γονείς, το αίμα της αναπαραγωγής και η ιδιοκτησία είναι οι κοινοί παράγοντες μόνον. Όλοι είναι άνθρωποι με τα ίδια δικαιώματα στη ζωή και τις ίδιες ανάγκες. Η διαφορά προκύπτει από το γεγονός ότι οι περισσότεροι θέλουν να γίνουν τα αφεντικά των άλλων. Έτσι τα αφεντικά περισσεύουν.

Πολλοί ταξιδευτές της εφήμερης ζωής έχουν την τύχη να είναι μακρόχρονο το ταξίδι τους. Πολλοί απ’ αυτούς δεν αρκούνται σε αυτό. Αλλά θέλουν να αποκομίσουν εξουσία απ’ αυτό και να την κληρονομήσουν σαν απόκτημα στα παιδιά τους, τα οποία έτσι εκβιάζονται στο να τους μοιάσουν. Κάποιοι, λιγότεροι, βέβαια,  περιγράφουν αυτά τα γεγονότα με όλα τα μέσα περιγραφής. Την ανάγκη δηλαδή του
ανθρώπου να βρει μέσα στη σύγχυση την ελευθερία και το πώς αυτή η ορμή οδηγεί
σε μία νέα πλάνη της πλάνης ή στην πλάνη της αλλαγής, επαναστατικής ή όχι, αν δεν καταφέρουν να αναγνωρίσουν την φύση της ζωής. Τέλος, κάποιοι ελάχιστοι προσπαθούν να αποκαταστήσουν τον Κόσμο ως ακέραιο και ολόκληρο αποκαλύπτοντας το παράλογο της άλλης όχθης ίσο με το λογικό του εγώ μας.




[i] Βάρβαροι σημαίνει όχι Έλληνες, ξένοι ως προς τα ελληνικά ήθη ή την παιδεία και την γλώσσα. Είναι λέξη που χρησιμοποιεί και ο Όμηρος. Εννοούνται πάντες οι μη Έλληνες, κατεξοχήν οι Μήδοι και οι Πέρσες. Μετά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Βάρβαροι λεγόντουσαν οι Τεύτονες, δηλαδή, Γερμανικά φύλλα και κατ’ επέκταση οι Δυτικοί εκτός των Ρωμαίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: