Ανάγκη και ωφέλεια (5/11/2018)



Ένα από τα κυριότερα προβλήματα της εποχής για την πατρίδα μας, ίσως το πιο σοβαρό, είναι το ότι η ελληνική γλώσσα δεν διδάσκεται στα σχολεία, στην πληρότητά της. Το γεγονός αυτό παράγει μία τεράστια έλλειψη κατανόησης για τον λαό, πράγμα το οποίο ο αντικειμενικός μελετητής πιστοποιεί σε όλη την διαδρομή της πρόσφατης ιστορίας μας.
Μπαίνει σαν ερώτημα αν αυτό είναι ένα τυχαίο χαρακτηριστικό ή μια εσκεμμένη πολιτική στόχευση ώστε ο λαός να καταλαβαίνει όλο και λιγότερο. Η εγκαθίδρυση του ηλεκτρονικού πολιτισμού κάνει το πρόβλημα οξύτερο, αφού στην υπάρχουσα έλλειψη προσθέτει έναν νέο κόσμο εννοιών, λέξεων και στοχαστικών αναζητήσεων. Είναι προφανές ότι οι ηρωικές προσπάθειες μερίδας των Ελλήνων δασκάλων και καθηγητών δεν είναι δυνατόν να καλύψουν τις ανάγκες.
Η μελέτη του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος πιστοποιεί ότι δεν είναι τυχαία αυτή η επιλογή. Εξετάζοντας τα όσα συνέβησαν από την απελευθέρωση του αγώνα του ’21 μέχρι σήμερα, θα δούμε πως οι εξουσιαστικές ομάδες που δημιουργήθηκαν, δηλαδή, οι πολιτικοί ηγέτες, ο ανώτατος κλήρος, η άρχουσα αστική τάξη και γενικά αυτοί που αποφασίζουν έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν ώστε ο λαός, η μάζα, ή όπως αλλιώς θέλετε να ονομάζεται, να παραμένει σε μια κατάσταση σκότους για τα ζητήματα που τον αφορούν. Ποιον επιτυχέστερο έλεγχο θα έβρισκαν όλοι αυτοί από την μη κατανόηση και ερμηνεία της γλώσσας που μιλά ο ίδιος ο λαός; Έχουμε έτσι την πλουσιότερη γλώσσα που μιλιέται ακόμη στον πλανήτη και χρησιμοποιούμε τις γλώσσες που επέβαλαν οι «άρχοντες» για τα δικά τους συμφέροντα. Την καθαρεύουσα, την μισο –καθαρεύουσα, την μαλλιαρή, την επίσημη, αυτή των εφημερίδων, την παπαδίστικη και την χωροφυλακίστικη. Και όποια άλλη μπορεί ο νους να φανταστεί.

Για να γίνει κατανοητό το απλό κειμενάκι που αφορά στην ανάγκη και στην ωφέλεια είναι απαραίτητες λίγες σημειώσεις. Αυτές οι δύο λέξεις αποτελούν τους πόλους ενός συστήματος που περιλαμβάνει όλες τις ανθρώπινες  συμπεριφορές και προσπάθειες, δηλαδή, το Άλφα και το Ωμέγα του συστήματος που δομεί και επαναδομεί ο άνθρωπος σαν συμπεριφορά κοινωνικού όντος. Για μια ανεξήγητη αιτία οι λέξεις που χαρακτηρίζουν τους πόλους αυτού του συστήματος αρχίζουν με άλφα και ωμέγα, δηλαδή, ανάγκη και ωφέλεια.

Η λέξη ανάγκη στην αρχαία ελληνική γλώσσα εξυπονοεί έλλειψη και βία που αφορά στην επιβίωση. Συνδέεται με τις έννοιες του νόμου ή της επιθυμίας, σαν ανάγκη δαιμόνων σχετίζεται με την μοίρα και το πεπρωμένο. Φιλοσοφικά, είναι σε αντίθεση προς τη φυσική ορμή ή την απλή πίεση, ενώ σαν ανάγκη ονομάζουν την βία, την τιμωρία, ιδίως τους βασανισμούς και κάθε καταναγκασμό ή περιορισμό και βίαιη μεταχείριση. Βλέπουμε έτσι ότι φιλοσοφικά οι αρχαίοι Έλληνες διαχώριζαν την ανάγκη από τη φυσική ορμή και αφορούσε στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Στην ποίηση όμως, αφορούσε και τον σωματικό πόνο, την αγωνία, την κακοπάθεια και την αθλιότητα.
Η λέξη ωφέλεια στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε, γενικά, βοήθεια, προστασία, συνδρομή, υποστήριξη, επικουρία. Εκτός όμως από αυτές τις ερμηνείες με σαφήνεια ορίζεται ότι σημαίνει χρησιμότητα, ωφέλεια, κέρδος και συμφέρον. Είναι δηλαδή συνδυασμός ωφέλειας και κέρδους. Επανειλημμένα σε κείμενα σχετίζεται με ό,τι μπορεί να προέλθει από τον πόλεμο, με την βία του πολέμου, η οποία, όπως αναφέρεται, προκαλεί και ανάγκες και ωφέλεια απ’ αυτόν.

Η ανάγκη, σαν βίαιος περιορισμός ή έλλειψη, αφορά στο «πρόγραμμα» της φυσικής ή τεχνητής τάξης και προκαλεί χωρίς ή με πρόθεση δράση σε ό,τι αφορά στην έμβια φυσική τάξη και επιβίωση. Αυτό δημιουργεί την αυτόματη (ανάγκη) πλήρωσης της φυσικής έλλειψης ή την εμπρόθετη κίνηση που προέρχεται από την πείρα ή το πρόγραμμα. Αυτή η τελευταία, η φυσική έλλειψη δηλαδή, προκειμένου να διασφαλίσει τους στόχους της, καταλήγει να στερεωθεί σαν αναζήτηση ωφέλειας. Έχουμε δηλαδή, έναν φυσικό αυτοματισμό ο οποίος στοχεύει στην κάλυψη της φυσικής έλλειψης και έναν τεχνητό αυτοματισμό ο οποίος προέρχεται από την πείρα και την μαθησιακή διαδικασία ή σε τελική ανάλυση, ένα σχεδιασμένο πρόγραμμα που αφορά στην επιβίωση και κάλυψη της ανάγκης, στην επιβεβαίωση της ύπαρξης και δημιουργία ωφέλειας, κατάργηση δηλαδή του εμποδίου, ή τέλος, μέσα σε υπερβολή, στην κυριαρχία μέσω της σώρευσης υλικών και άυλων αγαθών, δηλαδή, το κέρδος. Έχουμε, δηλαδή, την κάλυψη της ανάγκης σαν αρνητική επανάδραση, σαν ένα αντιστάθμισμα που φέρνει αντενέργεια κατά τρόπο που εξουδετερώνει κάθε ανωμαλία ή απόκλιση και διατηρεί την σταθερότητα του συστήματος. Αυτό ως προς την κάλυψη της ανάγκης. Η επιδίωξη της ωφέλειας είναι μια θετική επανάδραση, μια σωρευτική προσπάθεια που οδηγεί επαυξητικά προς μία κατεύθυνση νέας απόκλισης και αναιρεί την ισορροπία του συστήματος. Η επανάδραση αυτή μπορεί να καταλήξει σε ποιοτική μεταβολή ή αποδιοργάνωση του συστήματος. Αυτό συμβαίνει επειδή τα ανοιχτά συστήματα, όπως είναι ο άνθρωπος, έχουν δυναμική ισορροπία και η ελευθερία ρύθμισης και η αυτορύθμισή τους διεξάγεται σε ευρύ φάσμα διακυμάνσεων των λειτουργιών τους.

Η εμπρόθετη διαδικασία προς το κέρδος αναγνωρίζει ότι έχει σαν εμπόδιο ένα ψευδές πρόθεμα ή ότι τα συμβαίνοντα είναι χωρίς ορατή αιτία ή πρόθεση. Δηλαδή, αρνείται το τυχαίο και την παροδικότητα τα οποία  δημιουργούν μια κατάσταση αβεβαιότητας. Με αυτόν τον τρόπο εγκαθιδρύεται ένας άκαμπτος και εξωφυσικός μηχανισμός ο οποίος προκειμένου να εξασφαλίσει την μονιμότητα της κυριαρχίας που απορρέει από το κέρδος παράγει πολλούς και διάφορους ελέγχους προκειμένου να αποκλειστεί η αβεβαιότητα. Όσο το πεδίο της επιθυμητής κυριαρχίας ευρύνεται, τόσο παράγεται μια ψευδαίσθηση περιορισμού της αβεβαιότητας. Χαρακτηριστικά, η επιστήμη μετράει την μείωση της αβεβαιότητας ποσοστιαία και σε σχέση με την εμπειρία των γεγονότων, πράγμα το οποίο είναι οξύμωρο όταν πρόκειται για ευφυή ύπαρξη. Η ποσόστωση της αβεβαιότητας θα ήταν δυνατή εάν ήταν γνωστό το ποσό, το όλον δηλαδή, των πιθανοτήτων να συμβεί κάτι. Πράγμα δηλαδή ηλίθιο. Έτσι όμως η επιδίωξη αποφυγής του τυχαίου οδηγεί την οργάνωση σε μια εμπρόθετη πολυπλοκότητα μέσω δομικών ελέγχων, πράγμα που την απομακρύνει συνεχώς από την άνευ προθέσεων φυσική τάξη η οποία ελέγχεται από την αλληλεξαρτώμενη φυσική ετερογένεια. Έχουμε έτσι την δράση κάλυψης μιας φυσικής ανάγκης να παράγει μια «φυσική» αυτόματη συμπεριφορά και μια εμπρόθετη δράση η οποία παράγει, για την κατάκτηση της προσδοκώμενης ωφέλειας μια εμπρόθετη αυτοματική συμπεριφορά. Έτσι, η συμπεριφορά καταλήγει σε έναν αυτοματισμό είτε πρόκειται για φυσική ανάγκη είτε πρόκειται για σωρευτική ωφέλεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: