Ισοσθένεια: απλούστερα (7/10/2018)



Επειδή ο μόνος τρόπος επικοινωνίας με ένα ευρύτερο κοινό είναι αυτό το βήμα του Αλαλάξ, πολλές φορές κάνω το λάθος να το χρησιμοποιώ ακατάλληλα. Με την τελευταία ανάρτηση θέλησα να απαντήσω σε συγκεκριμένα ερωτήματα ενός μικρού αριθμού αναγνωστών πάνω σε ένα πολύπλοκο θέμα. Το αποτέλεσμα ήταν, πολλοί να μην έχουν την δυνατότητα παρακολούθησης των σκέψεων, πράγμα πολύ φυσικό, αφού επρόκειτο για εξειδικευμένο θέμα.
Θέλοντας να διορθωθεί, αν είναι δυνατόν αυτό να γίνει, η κατάσταση που δημιουργήθηκε, γράφω το μικρό αυτό κατατοπιστικό σημείωμα.

Ερμηνεύοντας το ρήμα «κρίνω» με την πρωταρχική του σημασία, χωρίζω, ξεχωρίζω, διαλύω, γίνεται φανερό ότι το όλο κρίνεται αυθαίρετα, ενώ σαν όλο πρόκειται για κάτι αδιαίρετο. Αν παρόλα αυτά και προς χάριν της μελέτης και μόνον γίνει αυτή η τομή, το αποτέλεσμα θα είναι να παρατηρήσουμε ότι το όλο έχει δύο όψεις: τη συναθροιστική και τη συνολική. Δηλαδή, τα συναθροίσματα μαζί με τα σύνολα αποτελούν το όλο.
Οι δύο αυτές όψεις της μιας ενιαίας και αδιαίρετης πραγματικότητας οδηγούν στην αντίληψη ενός Κόσμου όπου η αθροιστική (σωρευτική) θεώρηση κρίνεται (δηλαδή διαιρείται σε μέρη) ενώ η συνολική θεώρηση δεν κρίνεται, δεν διαμελίζεται. Με αυτή την τακτοποίηση ο Κόσμος έχει μία όψη τουλάχιστον δυιστική (σωρευτική) και η οποία κρίνεται και μία άλλη όψη ενιαία (συνολική) και η οποία δεν κρίνεται. Η αυθαίρετη υιοθέτηση της κρίσης και η εφαρμογή της και στην όψη του άκριτου κόσμου παράγει την πλάνη μιας γενικευμένης θεώρησης όλου του κόσμου σαν συνάθροισμα και μεταφέρει άκριτα τον δυισμό στην συνολική θεώρηση. Έτσι, ο ωφελιμισμός της σωρευτικής αντίληψης αντανακλάται αυθαίρετα και στο σύνολο, διαστρεβλώνοντας αυτή την συνολική όψη του κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο η ανάγκη που αφορά στα σύνολα μετατρέπεται σε ωφέλεια που αφορά στα συναθροίσματα. Για παράδειγμα, η ελευθερία της σκέψης που αφορά σε όλους μετατρέπεται σε προνόμιο για μικρές ομάδες.

Η ταξινομητική και κριτική στάση, όχι πάντα αρνητική, απέναντι στη σύνολη ελληνική παιδεία, από μέρους των κάθε λογής –ισμών, δεν είναι παρά μία μηχανιστική τακτοποίηση και όχι η μελέτη της ουσίας. Μια τακτοποίηση σύμφωνη με τη γνωστική οργάνωση των –ισμών, μια μερική θεώρηση.
Μηχανιστική λέμε κάθε διαδικασία σκέψης, μάθησης ή πράξης που αναπαράγει στερεότυπα, στερείται κριτικής σκέψης ή στάσης, βασίζεται σε παγιωμένες αντιλήψεις, προκαταλήψεις, πάγιους τρόπους ή δόγματα. Εξηγεί τη φύση του κόσμου και του ανθρώπου με όρους μηχανικής. Και στηρίζει την απόλυτη επιβολή της κάθε εγκαθιδρυμένης εξουσίας πάνω σε ιδέες και συνειδήσεις. Στην ουσία επιβάλλει μία μονοσήμαντη ζωή.
Η ελληνική σκέψη ποτέ δεν οργανώθηκε από μόνη της σε σχολές, αυτό πάντα το έπραξαν οι νεώτεροι, κυρίως Δυτικοί και οι Έλληνες αντιγραφείς τους. Αυτό, γιατί ήταν πνευματική στάση απέναντι στον κόσμο που μας περιβάλλει και στους συνανθρώπους μας και ποτέ δεν ήταν δογματικό σύστημα.

Αν πράγματι η ελληνική παιδεία τροφοδότησε τον δυτικό πολιτισμό, πράγμα που πολλοί αμφισβητούν θεωρώντας ότι το έπραξε ο Χριστιανισμός, θα έπρεπε οι φυσικοί φορείς αυτής της κληρονομιάς, δηλαδή όλοι οι Έλληνες και όσοι έχουν ελληνική παιδεία, να πραγματώσουν μια πνευματική επανάδραση. Θα ρυθμίζονταν έτσι οι αποκλίσεις που επέφερε στο παγκόσμιο πνευματικό δράμα η δυτική, προτεσταντική στην ουσία, πλάνη της εκμετάλλευσης των πάντων και της τεχνολογικής υπεροχής. Θα ήταν φυσικό, σαν να είναι η υπόφυση ενός τεράστιου οργανισμού, να απαντήσουν, να δράσουν και να ζήσουν σύμφωνα με την ελληνική καλλιέργεια. Τίποτε απ’ αυτά δεν έγινε και πολύ φοβούμαι ότι δε θα γίνει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι τρεις μεγάλοι –ισμοί, ο Βουδισμός, ο Χριστιανισμός και ο Μαρξισμός αγνόησαν και συκοφάντησαν τη «σκέψη», όπως εκφράστηκε από τους στοχαστές της. Αυτοί οι στοχαστές ψάχνοντας να ανακαλύψουν το αντικειμενικό κριτήριο της αλήθειας ανακάλυψαν τις έννοιες που οδηγούν στην επιθυμητή κατάσταση της αταραξίας. Δηλαδή, το «άδηλο» και με τις τρεις όψεις του, την «ισοσθένεια», την «εποχή», την «αφασία» και τέλος, στην ίδια την «αταραξία» ή έστω στην μετριοπάθεια.

Η αντίφαση μεταξύ της αμφιβολίας του Σκεπτικού από τη μία και από την άλλη της συστηματικότητας σαν πιθανότητα αλλά και σαν δυνατότητα της ανθρώπινης διάνοιας, όπως εκφράστηκε στην Σκεπτική φιλοσοφία, αποτελεί την κορυφή της σκέψης στην Αρχαία Ελλάδα σύμφωνα με ορισμένους Σκεπτικούς που υπάρχουν ακόμα.
Οι Σκεπτικοί δεν δημιουργούν μία γνωστική φιλοσοφία που μπορεί να γίνει εύκολα δόγμα ή στήριγμα εκμετάλλευσης και εξουσίας, αλλά δημιουργούν μέσα στη ζωή, χωρίς καμία παραίνεση ή «ηθική» σκλαβιά, μια οντολογική και υπαρξιακή αναζήτηση, ένα δρόμο εύρεσης της θέσης του ανθρώπου μέσα στον άπειρο Κόσμο της ύλης και της σκέψης. Καμία άλλη φιλοσοφία δεν βοηθά τον άνθρωπο να βρει το μέγεθος και το στίγμα του μέσα στο Σύμπαν.
Οι αντιδράσεις των γνωστών –ισμών και των δογμάτων, κάθε είδους, ενάντια στην αλήθεια και την ελευθερία του ανθρώπινου πνεύματος είναι γνωστές σε όλους. Αποτελούν, οι αντιδράσεις δηλαδή, το αποτέλεσμα της επικράτησης του «γνωσιακού» ανθρώπου πάνω στο υπαρξιακό ον.

Από τους δυτικούς κυρίως εισήχθησαν και επικράτησαν όροι όπως Πυρρωνισμός από τον πρώτο φιλόσοφο της σκέψης ή Σκεπτικισμός. Οι επιλογές αυτές είναι αποτυχημένες και αποδεικνύουν κυρίως την έλλειψη κατανόησης και ερμηνείας του οντολογικού χαρακτήρα αυτής της φιλοσοφίας. Η μανία της «γνωσιακής» κατηγοριοποίησης είναι πίσω από την αποτυχία τους. Σαν –ισμός καταχωρείται στις δυτικές γλώσσες, δάνειο απ’ την ελληνική γλώσσα, ο μερισμός, η κατακερματοποίηση των εννοιών που δηλώνει στην ουσία τη μερική θέαση του παρατηρητή ενός συνόλου ή συναθροίσματος και συγχρόνως την ιδιαίτερη γωνία παρατήρησης του μελετητή ή παρατηρητή. Η κορύφωση αυτής της παρεξήγησης αφορά στον όρο «ολισμός» που σημαίνει στην ουσία την μεριστική παρατήρηση του «όλου» και δεν κάνει τίποτε άλλον από το να ενισχύει τον υποκειμενισμό του παρατηρητή που έντεχνα έτσι αποσπάται από το «όλο», δηλαδή το αντικείμενο της παρατήρησής του.

Η συναθροιστική αντίληψη προκύπτει από τη γεμάτη ορμή, επιθυμία της αποσπασματικά και αριθμητικά οργανωμένης διάνοιας στην προσπάθειά της να ταξινομήσει τις εμπειρίες σε ένα σύστημα με στόχο την κυριαρχία και κίνητρο την ατομική ωφέλεια. Αυτή η μονοδιάστατη και εμπρόθετη ορμή διαλύει τη συνολική συνείδηση και κατακερματίζει τη φυσική τάξη του «όλου».
Αυτή η αντίληψη του «όλου» εμφανίζεται χωρίς εμπρόθετη προσπάθεια, όταν η εμπειρία γίνεται δεκτή «έτσι ως έχει», δηλαδή, άδηλος, χωρίς την ταξινομητική, κατηγορική ερμηνεία της ατομικής διάνοιας.
Η φιλοσοφική ενασχόληση είναι πράγματι το υψηλότερο επίτευγμα του ανθρώπου, παραμένει όμως και αυτή μια αντίληψη του σχετικού κόσμου και σαν τέτοια είναι μόνον ένα προσωρινό κατευθυντήριο μέσο και όχι μια απόλυτη, ολική θεώρηση του κόσμου. Αν έτσι οριστεί το «φιλοσοφείν» παρέχει προστασία απ’ το να καταστεί  ιδεολογία και να σχετικοποιηθεί η αξία του ή να καταντήσει δογματικό ιδεολόγημα. Άλλως, ο στόχος της πνευματικής ελευθερίας θα χαθεί και το σώμα θα υποφέρει και αυτό από αυτή την απώλεια.

Χάρις σε αυτούς που θα αφεθούν στην περιπέτεια της «σκεπτικής» αναζήτησης και μελέτης, που πιθανό να αλλάξει τη ζωή τους, μεταφέρω δύο αρχές της «σκεπτικής αγωγής», με τις επιφυλάξεις της δικής μου κατανόησης και επιδεξιότητας μεταφοράς από την αρχαία γλώσσα.
Από τον Σέξτο Εμπειρικό του οποίου είναι το μοναδικό γραπτό που αφορά στη «σκέψη» και το οποίο έφτασε ακέραιο σαν έργο στις μέρες μας «Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις»:
·       Για τις αρχές της σκέψης: Αρχική αιτία της σκεπτικής αγωγής λέμε ότι είναι η ελπίδα να κατακτήσουμε την αταραξία. Οι μεγαλοφυείς, πράγματι, άνθρωποι, που ταράσσονται λόγω των αντιφάσεων στα πράγματα και διερωτώνται σε ποια απ’ αυτά πρέπει να δώσουν περισσότερο τη συγκατάθεσή τους, οδηγήθηκαν να ερευνήσουν τι είναι αληθές μες στα πράγματα και τι ψεύδος, με τη σκέψη ότι με την κριτική εξέτασή τους θα εξασφαλίσουν την αταραξία. Η κύρια αρχή της σκεπτικής αγωγής είναι να αντιπαρατάσσεται σε κάθε λόγο λόγος ισάξιος (ισοσθένεια) διότι θεωρούμε ότι μέσω αυτού καταλήγουμε στην αποφυγή του δογματισμού.
·      Για τους πλήρεις τρόπους της εποχής: (το ρήμα επέχω σημαίνει, σε μία από τις έννοιές του, αναβάλλω την κρίση μου). Δε θεωρούμε ότι οι Σκεπτικοί είναι καθ’ ολοκληρία αόχλητοι, αλλά λέμε ότι οχλούνται από τα καταναγκασμένα. Παραδεχόμαστε ότι κρυώνει μερικές φορές ο Σκεπτικός και ότι διψά και ότι από διάφορα τέτοια πάσχει. Αλλά ακόμη και σε τέτοιες καταστάσεις όπου οι ιδιώτες θίγονται από δύο περιστάσεις (από την ίδια την κατάσταση και όχι σε μικρότερο βαθμό απ’ την πεποίθηση ότι αυτή η κατάσταση είναι κακή από την φύση της). Ο Σκεπτικός από την απόρριψη της πρόσθετης παραδοχής του ότι υπάρχει κακή φύση σ’ αυτές τις καταστάσεις απαλλάσσεται με ολιγότερη ταλαιπωρία. Γι αυτό λέμε ότι: σε σχέση με θέματα γνώμης ο Σκεπτικός τελειώνει με αταραξία, σε όσα όμως είναι καταναγκασμένος, με μετριοπάθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: