Οι Φράγκοι στην Κέα (2/9/2018)



Είναι πολύ συνηθισμένο να αποδίδεται ο συντηρητισμός της νεοελληνικής κοινωνίας στη μακρά περίοδο της λεγόμενης τουρκοκρατίας. Πολλές φορές προστίθεται, από τους ειδικούς σαν αιτία της «καθυστέρησης» απέναντι στις δυτικές κοινωνίες, η έλλειψη αντίστοιχης «αναγεννησιακής» και «διαφωτιστικής» περιόδου, πάντα εξ αιτίας της πολύχρονης υποδούλωσης στους Οθωμανούς. Κατά μια άλλη άποψη όμως η αιτία είναι διαφορετική. Μετά την κατάλυση από τον Φίλιππο το Μακεδόνα των δημοκρατιών των ελληνικών πόλεων, και μέχρις το 1821, οι ελληνικές χώρες και πληθυσμοί έζησαν υπό καθεστώς κατοχής και υποδούλωσης. Πολλοί πληθυσμοί και μέχρις το 1912 και το 1946, και πολλοί βρίσκονται στο καθεστώς αυτό και σήμερα. Η υποδούλωση αυτή εκτός από την πολιτική και οικονομική κυριαρχία άσκησε στην καλύτερη περίπτωση και πολιτιστική κηδεμονία.
Οι Ρωμαίοι, οι εξελληνισμένοι Βυζαντινοί αλλά στην πράξη συνεχιστές της ρωμαϊκής κυριαρχίας, οι Φράγκοι και τέλος οι Οθωμανοί επιβάλλουν μια συνεχή και αδιάκοπη κατοχή των ελληνικών χώρων και νησιών. Οι Έλληνες ζουν περίπου επί 1700 χρόνια, κάτω από κατακτητές, ηγεμόνες, δεσπότες, δυνάστες, αφέντες κ.λ.π. Αν θεωρήσουμε αυτή την ιστορική περίοδο με αυτό το πνεύμα, θα αντιληφθούμε ότι παρά τη μακρόχρονη κατοχή, η γλώσσα και ο πολιτισμός παρέμειναν ακέραια, ενώ η έκπτωση που υπέστη η ελληνική ψυχή είναι ελάχιστη. Αυτό βέβαια ισχύει ακόμη σήμερα, γιατί το αύριο είναι σκοτεινό.
Μετά την απελευθέρωση που έφερε η επανάσταση του 1821, η νέα Ελλάς εξ ανάγκης ανήκει στη Δύση και μέσα από αυτή τη θέση δε μπορούν να κατηγορηθούν οι δυτικοί, έτσι όλα τα αμαρτήματά τους τα φορτώθηκαν οι σύμμαχοί τους Τούρκοι όπως μετονομάσθηκαν οι Οθωμανοί. Στην πράξη όμως και ιστορικά αποδεδειγμένο είναι ότι η δυτική υποδούλωση, με κάθε μορφή, των ελληνικών χωρών και πληθυσμών είναι πολύ πιο μακρόχρονη και καταστροφική. Η δεύτερη αυτή άποψη μοιάζει πιο αληθινή γι αυτόν που θα μελετήσει όλη αυτή την περίοδο χωρίς προκατάληψη. Το σημείωμα αυτό περιορίζεται και με συνοπτικό  τρόπο στην κατοχή της Κέας από τους Φράγκους και στην πριν από αυτή κατάσταση.


1.Πώς βρέθηκαν οι Φράγκοι στο Αιγαίο.


Στα 1204 όταν οι Φράγκοι της 4ης σταυροφορίας κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη το Βυζάντιο είχε ήδη μια χιλιετή σχεδόν ιστορία. Σε όλη αυτή τη διάρκεια, αλλά και προηγούμενα, την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης, ο χώρος του Αιγαίου δε γνώρισε περίοδο ειρήνης. Οι εμφύλιες συγκρούσεις ων Ρωμαίων, οι συγκρούσεις των Ρωμαίων και των Βυζαντινών με τους πειρατές, οι βαρβαρικές επιδρομές, οι διεκδικήσεις των ιταλικών «δημοκρατιών», είχαν σαν πεδίο το Αιγαίο και τον ευρύτερο ελληνικό χώρο.
Το Σεπτέμβριο του 1204 μετά την άλωση της Πόλης, οι σταυροφόροι, μετά την απρόσμενη επικράτησή τους στον ανατολικό χώρο, αλλά και λόγω του ετερόκλητου συναθροίσματος που αποτελούσε τη λεγόμενη 4η σταυροφορία, αναγκάστηκαν να συνάψουν συνθήκη μεταξύ τους η οποία καθόριζε τη διανομή και το διαμελισμό του Βυζαντινού Κράτους.
Τα Κράτη που δημιουργήθηκαν, Δεσποτείες ορθότερα, τόσο στο Αιγαίο όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι δύσκολο ακόμη και να καταγραφούν, παρ’ όλον ότι με μια πρώτη ματιά φαίνεται σαν απλή προσπάθεια.
Σ’ ένα απλό σημείωμα, όπως το παρόν, που πραγματεύεται μια τόσο εκτεταμένη και πολύπλοκη ιστορική περίοδο είναι αδύνατο να μην υπάρξουν γενικεύσεις και απλουστευμένα σχήματα. Με αυτήν τη διευκρίνιση υπ όψιν μπορούμε να διακρίνουμε έξι κυρίως περιοχές στις οποίες δημιουργήθηκε, στην πρώτη περίοδο της κατάκτησης (1204-1210), κάποιο είδος σταθερής πολιτικής οργάνωσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες δεσποτικές αρχές της εποχής. Αυτές είναι: η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, η Ηγεμονία, αργότερα Δουκάτο   Αθηνών και Θηβών, το Δουκάτο του Αιγαίου, η Τριαρχία της Εύβοιας και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Εκτός από αυτές τις κύριες Δεσποτείες, δημιουργήθηκαν πολυάριθμες οικογενειακές κατά το πλείστον γαιοκτησίες υπό την εξάρτηση των ηγεμόνων των Αθηνών και Θηβών.
Ακόμα υπήρξε πληθώρα Ιταλών αρχόντων οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα νησιά των Κυκλάδων, των Σποράδων και του Ιονίου σαν υποτελείς της Βενετίας ή του Δούκα του Αιγαίου. Πάνω από τριάντα διαφορετικές δυναστείες αυτού του είδους υπήρξαν στο Αιγαίο στη διάρκεια της Φραγκοκρατίας (1204-1566). Τέλος, υπήρχαν σημεία και περιοχές υπό τον άμεσο έλεγχο της Βενετίας
και της Γένοβας, αποικιακού δηλαδή χαρακτήρα που διοικούνταν από αξιωματούχους (δημόσιους υπάλληλους) των δύο αυτών ναυτικών δυνάμεων και οι οποίοι εκτελούσαν ετήσια ή διετή υπηρεσία.
Στη διανομή η Βενετική «δημοκρατία» δια του Δόγη Ερρίκου Δάνδολου κατόρθωσε να εξασφαλίσει πάρα πολλές κτήσεις, στην κυρίως Ελλάδα, στην Ανατολή και στα νησιά του Αιγαίου. Η Βενετία προκειμένου να καταλάβει τις Κυκλάδες, τις οποίες η διανομή έθεσε υπό την κυριαρχία της, έπρεπε να τις καταλάβει αφαιρώντας τις από τον επίσημο κυρίαρχό τους, Δυνάστη της Ρόδου Λέοντα Γαβαλά, αλλά και από τους ουσιαστικούς αφέντες των Κυκλάδων, τους Γενοβέζους πειρατές. Την εκστρατεία αυτή, και το υλικό κόστος που απαιτούσε, η Βενετία δεν ήθελε να το επωμισθεί και έτσι παρακίνησε όποιους υπηκόους της το ήθελαν να καταλάβουν με ίδια έξοδα και μέσα τα νησιά του Αιγαίου και να τα διοικούν και να τα νέμονται ως ίδιοι άρχοντες με μόνη δέσμευση την αναγνώριση της κυριαρχίας του Βενετικού κράτους.
΄Ένας Βενετός ευπατρίδης, εξ αγχιστείας ανιψιός του Δόγη Ερρίκου Δάνδολου, από γνωστή και παλαιά οικογένεια ευγενών ονόματι Μάρκο Σανούντο (1153-1227), διορίστηκε στο βενετικό προξενείο της Κωνσταντινούπολης σαν δικαστικός εκπρόσωπος. Με αυτή την αρμοδιότητα πρωταγωνίστησε στις διαπραγματεύσεις της αγοράς της Κρήτης από τους Βενετούς. Όταν η Βενετία επέτρεψε στους πολίτες της να κατακτήσουν με δαπάνες τους νησιά του Αιγαίου, ο Σανούντο εξόπλισε οκτώ γαλέρες, στρατολόγησε και ναυτολόγησε διάφορους μικροερευνητές και άλλους τυχοδιώκτες και απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη προς το Αιγαίο. Χωρίς μεγάλες δυσκολίες κατέλαβε τις Κυκλάδες και τις Σποράδες και το 1207 ίδρυσε το Δουκάτο της Ναξίας και του Αιγαίου Πελάγους. Κράτησε για τον εαυτό του τη Νάξο, το μόνο εξ άλλου νησί που πρόβαλλε αντίσταση, και τα υπόλοιπα νησιά τα μοίρασε στους διάφορους Ευγενείς που τον ακολούθησαν. Νομιμοποίησε όλες της κατακτήσεις του μέσα στον ίδιο χρόνο, δεχόμενος την επικυριαρχία του Λατίνου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης αντί της υποτέλειας στην πατρίδα του τη Βενετία.

2. Η κατάσταση πριν το 1204

Για να γίνει κατανοητή η ευκολία της κατάληψης, αλλά και η γενική κατάσταση των νησιωτικών κοινωνιών, χρειάζεται μια περιληπτική έστω αναδρομή μιας χιλιετίας σχεδόν, πράγμα αρκετά δύσκολο να περιληφθεί σ’ ένα τόσο μικρό σημείωμα.
Μετά το 146 μ.Χ. και τη ρωμαϊκή κατάκτηση του ελληνικού χώρου, η παρακμή που προκάλεσε αυτή την καταστροφή συνεχίστηκε. Οι δημοκρατικές διαδικασίες και διατάξεις αντικαταστάθηκαν από τιμοκρατικές και η βουλή και η εκκλησία του δήμου, όπου υπήρχε, καταργήθηκε και αναπληρώθηκε από την διορισμένη από το κέντρο υπαλληλική διοίκηση. Η κοινωνική κρίση πήρε τη μορφή της εξαθλίωσης του λαού εξ αιτίας της οικονομικής εκμετάλλευσης εκ μέρους των πλουσίων τόσο των εντοπίων όσο και των ρωμαίων οι οποίοι ως συνήθως προσεταιρίσθηκαν την διοικητική υπαλληλία.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλαδή οι συγκρούσεις μεταξύ Καίσαρα και Πομπηίου, ενάντια στους δολοφόνους του Καίσαρα και μεταξύ Αντωνίου και Οκταβιανού, έγιναν κατά το πλείστον σε εδάφη και θάλασσες του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Το γεγονός αυτό μαζί με το ότι οι Έλληνες και οι πληθυσμοί που κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές, κατά τις τρεις αυτές μεγάλες εμφύλιες συγκρούσεις των Ρωμαίων, βρέθηκαν με το μέρος των ηττημένων, είχε καταστροφικά σκληρές συνέπειες για τον ελληνικό χώρο. Μόνον στις περιόδους του ελληνολάτρη αυτοκράτορα Αδριανού (117 - 138 μ.Χ.) και των Αντωνίνου (138 – 162 μ.Χ.) και Μ. Αυρήλιου (162 – 178 μ.Χ.) ο ελληνικός χώρος, σε ελάχιστο βέβαια βαθμό, απεκόμισε στοιχειώδη οφέλη.
Το Μεσαιωνικό Ελληνικό Κράτος (395 – 1204 μ.Χ.) εμφανίζει την ιστορική του πορεία σαν συνέχεια της Ρωμαϊκής Πολιτείας και όχι της Αρχαίας Ελλάδας. Ο αυτοκράτορας και οι υπήκοοι ανεξαρτήτως καταγωγής ονομάζονταν επίσημα Ρωμαίοι. Το δε κράτος παρ’ όλον ότι από τα χρόνια του Ηράκλειου ήταν τελείως εξελληνισμένο, ονομαζόταν Ρωμανία.
Η δημοκρατική παράδοση του ελληνικού χώρου εγκαταλείφθηκε τελείως ήδη από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Στο Μεσαιωνικό Ελληνικό Κράτος, στο Βυζάντιο δηλαδή, διαμορφώθηκε μια φεουδαρχία παράλληλα με τη διατήρηση της δουλοκτητικής εκμετάλλευσης σ’ ορισμένες περιοχές. Από την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο, στις μεγάλες πόλεις αναπτύχθηκε το εμπόριο και η βιοτεχνία. Η κατά κάποιο τρόπο ανοικτή αυτή οικονομία δημιούργησε τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο μεγάλες
οικονομικές ανισότητες. Η κεντρική κυβέρνηση δε λάμβανε μέτρα υπέρ των επαρχιών. Όλοι οι βυζαντινοί άρχοντες και δημόσιοι υπάλληλοι που στέλνονταν στους ελληνικούς τόπους θεωρούσαν την υπηρεσία τους εκεί σαν εξορία. Ο αποθησαυριστικός χαρακτήρας της βυζαντινής οικονομίας, εμπόριο και τοκογλυφία συνδυασμένος με την κεντρομορφική δομή του κράτους και τις μόνιμες παρεμβάσεις του, δεν επέτρεψαν τη δημιουργία ισχυρής αστικής τάξης. Αντίθετα ενισχυόταν συνεχώς η αριστοκρατία η οποία έλεγχε μαζί με τον κλήρο τόσο την οικονομία όσο και τη διοικητική εξουσία. Οι κάτοικοι π.χ. του Αιγαίου παρέμειναν επί εκατονταετίες γεωργοί, στο έλεος των επιδρομών, των Βαρβάρων, των Αράβων, Σλάβων, Αβάρων, Βανδάλων και κυρίως των πειρατών. Η διαστρωμάτωση της κοινωνίας αποτελείται από πλούσιους και πτωχούς. Οι αριστοκράτες μεγαλοκτηματίες καταλήστευαν τους ελεύθερους αγρότες και καταβασάνιζαν τους δουλοπάροικους, όπου αυτοί υπήρχαν. Όλες αυτές οι καταπιέσεις δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα στη κεντρική κυβέρνηση, ενώ η κοινωνική εξαθλίωση των πληθυσμών γινόταν όλο και μεγαλύτερη.
Σ’ όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν οι συνεχείς θρησκευτικές και εκκλησιαστικές συγκρούσεις οι οποίες είτε από μόνες τους, είτε από τις παρεμβάσεις του κράτους, που αυτές προκαλούσαν, προσέθεταν συνεχώς νέα κοινωνικά ζητήματα τα οποία ήσαν αδύνατο να λυθούν μέσα από τις δομές του κράτους. Έφταναν μέχρι του σημείου ν’ απειλούν την ενότητα του κράτους, πράγμα φυσικό εξ αιτίας του πολυεθνικού και συναθροιστικού χαρακτήρα του Βυζαντίου. Τις περισσότερες φορές αν όχι όλες, οι εκκλησιαστικές και δογματικές διαμάχες και αντιθέσεις κάλυπταν πολιτικές, κοινωνικές ακόμα και φυλετικές αντιθέσεις και αντικρουόμενα συμφέροντα για τη νομή της εξουσίας. Όλα αυτά συνέβαιναν εις βάρος των πληθυσμών, οι οποίοι μέσα από την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική εξαθλίωση στην οποία είχαν περιέλθει αναγκάζονταν να παραιτούνται οικειοθελώς όποιων ελευθεριών τους είχαν απομείνει, και να τίθενται υπό την προστασία ισχυρών αρχόντων και μεγαλοκτηματιών. Αυτή η κοινωνική κατάσταση, στην πραγματικότητα προετοίμασε τόσο την επικράτηση των Φράγκων όσο και των Οθωμανών αργότερα.
Η Φεουδαρχία στο Ελληνικό Μεσαιωνικό Κράτος δεν εξελίχθηκε όπως η αντίστοιχη της Δύσης. Όπου υπήρχε κοινωνική οργάνωση, ιδιοκτησία ή ελεύθερη ένωση αγροτών διαλύθηκε. Μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις και κυρίως σε απομονωμένες ορεινές περιοχές ο κοινοτικός χαρακτήρας της εργασίας και της ιδιοκτησίας διασώθηκε.
Τις παραμονές της κατάκτησης του Βυζαντίου από τους Λατίνους (1204) ο ελληνικός χώρος έπασχε από τρία δεινά: τους ντόπιους άρχοντες τύραννους, τους κρατικούς φοροεισπράκτορες και τους πειρατές.
Μετά το θάνατο του Βασιλείου Β΄ (1025) η μεγάλη ιδιοκτησία είτε στρατιωτικά, ως επαρχιακή εξουσία, είτε πολιτικά ως υπαλληλική τάξη, χρησιμοποιεί την ισχύ της για την εξυπηρέτηση των οικογενειακών, ατομικών και ταξικών συμφερόντων. Ο λαός έχει εγκαταλειφθεί στα χέρια των μεγαλογαιοκτημόνων, των ασυνειδήτων και διεφθαρμένων κρατικών υπαλλήλων και των αχόρταγων μισθωτών της φορολογίας. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο όπου το κράτος υφίσταται αφόρητη οικονομική πίεση από τις ιταλικές ‘Δημοκρατίες’ και απειλείται από εξωτερικούς εχθρούς τόσο στο βορρά όσο στην ανατολή και τη δύση.
Η κοινωνική  ρευστότητα  που επικρατούσε  σ’ όλες τις εποχές του Βυζαντίου δεν πρέπει να μας οδηγεί  στο  αυθαίρετο  συμπέρασμα  ότι  υπήρχε  πνεύμα  δημοκρατικής  ισότητας.  Η  κοινωνία  ήταν
αυστηρά ιεραρχημένη και ο κρατικός παρεμβατισμός και εξαναγκασμός απόλυτος. Το κράτος καθόριζε μέχρι την κληρονομικότητα των επαγγελμάτων και την πρόσδεση των αγροτικών πληθυσμών στη γη. Τα μέλη των κοινωνικών ομάδων δεμένα στην τάξη τους και στο επάγγελμά τους σχημάτιζαν αδιαπέραστες σχεδόν κοινωνικές τάξεις (castes). Η διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών, όπως και μεταξύ αστικού πληθυσμού και υπαίθρου, ήταν τεράστια. Παράλληλη με την κρατική εξουσία η εκκλησιαστική, με τεράστια κοινωνική επιρροή προσέθετε στους καταναγκασμούς και την ενοχή της αμαρτίας, η οποία αφορούσε στην επιβολή μιας πεποίθησης στον πιστό, ότι είναι αδύνατον ν’ απαλλαγεί και ν’ απομακρυνθεί από τον αμαρτωλό κόσμο. Ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία, οι προλήψεις, η βαρβαρότητα κ.α., καλλιεργούνταν από τον μικρό και μεγάλο κλήρο σαν μέσα άσκησης και διατήρησης της εξουσίας τους. Έτσι ο φτωχός Βυζαντινός έβρισκε πολύ φυσικό σαν θέλημα του Θεού, να ζει ο ίδιος στην αθλιότητα και άλλος στην πιο ξέφρενη σπατάλη ενός άδικου και αφύσικου πλούτου.
Παρ’ όλη την εκκλησιαστική επιρροή το Βυζάντιο παρέμεινε μέχρι τέλους λαϊκό κράτος. Συνδυαζόταν έτσι η εκ Θεού ανισότητα με τις προσπάθειες ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη στο άδικο που προκαλούσε η εκμετάλλευση της δύναμης μιας τάξης.
Η πειρατεία είναι τόσο αρχαία όσο και η ναυτιλία. Τόσο στην αρχαιότητα όσο και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους τα νησιά του Αιγαίου και γενικότερα η Μεσόγειος, τα παράλια της Μ. Ασίας και της νότιας Ιταλίας ήσαν οι κύριες περιοχές της άσκησης της πειρατείας. Στο Αιγαίο η πειρατεία, τόσο κατά τους βυζαντινούς χρόνους όσο και κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας είχε μεγάλη ακμή. Πειρατές του Αιγαίου ήσαν κυρίως Αλγερινοί, Τυνήσιοι, Τούρκοι, Έλληνες, Βενετοί, Γενοβέζοι, Σικελοί, Κορσικανοί και Μαλτέζοι. Ο Αυτοκρατορικός Βυζαντινός Στόλος καθώς και οι στόλοι της Βενετίας και του Βασιλέως της Νεαπολέως καταδίωκαν τους πειρατές, αλλά πολλές φορές συμμαχούσαν μαζί τους κατά τις συγκρούσεις και τους πολέμους που είχαν μεταξύ τους για την κυριαρχία στις θαλάσσιες αυτές περιοχές. Εκτός των εμπορευμάτων που ληστεύονταν, πουλιόνταν οι αιχμάλωτοι σαν σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα της Τουρκίας, της Αιγύπτου, της Τυνησίας και του Αλγερίου. Την πειρατεία άσκησαν σχεδόν όλοι οι Φράγκοι άρχοντες κατά την περίοδο των τρεισήμισι αιώνων που κατείχαν τα νησιά του Αιγαίου. Η άσκηση από μέρους τους της πειρατείας γινόταν περιστασιακά ή μόνιμα, πάντα υπό το πρόσχημα της επιβολής της εξουσίας τους, ή ημιεπίσημα, κατά τους Βενετό-τουρκικούς πόλεμους, ενάντια στους Μουσουλμάνους πειρατές ή όχι (οι οποίοι ονομάζονταν συλλήβδην Σαρακηνοί ή Μπαρμπαρέζοι).
  Δεν ήταν όμως μόνον οι Μπαρμπαρέζοι και οι Βενετοί πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο. Πριν από τους Βενετούς, άλλοι ‘Ιταλοί’ πειρατές κατέλαβαν περιοχές του Αιγαίου. Διάφοροι Γενοβέζοι και Πιζάνοι έκαναν βάσεις από το 1082, πολύ πριν καταλάβει την Κων/πολη η Δ΄ Σταυροφορία. Οι βάσεις αυτές ήταν περισσότερο εξοπλισμένοι εμπορικοί σταθμοί παρά αποικίες. Παρ’ όλα αυτά θεωρούνταν επισήμως σαν κτήσεις. Η τάση για εδαφικές κατακτήσεις ήταν φανερή τόσο στη Γένοβα όσο και στη Βενετία. Μπορούμε τέλος να θεωρούμε ως βέβαιο το ότι οι Γενοβέζοι αναλάμβαναν πρωτοβουλίες που προκαλούσαν την αντίδραση της Βενετίας.
Οι Δυτικοί ιστορικοί τονίζουν ότι η επεκτατική πολιτική των ιταλικών ‘Δημοκρατιών’ είχε άμεση σχέση με την ασφάλεια των θαλάσσιων οδών από την ανατολική Μεσόγειο προς την Ιταλία και  τη δυτική Μεσόγειο γενικότερα. Η προσπάθειά τους αυτή να μειωθεί η σημασία της επιδίωξης εδαφικών κατακτήσεων δε μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού οι Δυτικοί και τότε και τώρα θεωρούν όλον τον πλανήτη διαθέσιμο για κάθε είδους κυριαρχική επέμβαση και εκμετάλλευση. Η τακτική αυτή των Φράγκων ενισχυόταν από τις συνθήκες που επικρατούσαν στο λεγόμενο Βυζάντιο.
Η κεντρομορφική δομή του Μεσαιωνικού Ελληνικού Κράτους, η εγκατάλειψη της περιφέρειας στους τοπικούς άρχοντες, η διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, η μη διάκριση των εξουσιών (κοσμική και εκκλησιαστική), αφήνουν το Αιγαίο και γενικότερα τον Ελληνικό χώρο, και στις χειρότερες περιπτώσεις τον εκχωρούν, στα συμφέροντα των Φράγκων.
Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Ι ο Κομνηνός (1143 – 1180) με συνθήκη  παραχώρησε εμπορικά προνόμια στους Γενοβέζους, Πιζανούς και Βενετούς, προνόμια που αφορούσαν στην Κων/πολη αλλά και σε άλλες αγορές της Αυτοκρατορίας. Αλλά και νωρίτερα ο Αλέξιος Ι ο Κομνηνός (1081 – 1118), προκειμένου να αντιμετωπίσει εισβολή του Βοημούνδου, υιού του ηγεμόνα των Νορμάνων της Κάτω Ιταλίας, Ροβέρτου Γυισκάρδου, ζήτησε βοήθεια από τη Βενετία η οποία πέτυχε σε αντάλλαγμα πολύ ευνοϊκές εμπορικές παραχωρήσεις και προνόμια.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ εκβίαζε τον Αλέξιο Γ΄ (1195 –1203) προκειμένου να πετύχει την ένωση των εκκλησιών και τον απειλούσε ότι θα υποστηρίξει τα επί του θρόνου του Βυζαντίου δικαιώματα της οικογένειας του εκθρονισθέντος Ισαακίου Αγγέλου. Την στάση αυτή, της επέκτασης δηλαδή προς Ανατολάς επικροτούσε και ο Δόγης Δάνδολος έχοντας αντιληφθεί τη σημασία του πλούτου της Ανατολής (χριστιανικής και μουσουλμανικής). Ο ίδιος Δόγης προσπαθούσε να αποκαταστήσει τα παλαιά προνόμια της Βενετίας έναντι των νέων που παρεχώρησε το Βυζαντινό κράτος στα ανταγωνιστικά της Βενετίας κράτη, της Πίζας και της Γένοβας.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ σταυροφορίας το ενδιαφέρον της Βενετίας για το χώρο του Αιγαίου και γενικότερα για τους ελληνικούς τόπους αλλάζει ποιότητα ριζικά. Η Βενετία μεταβάλλεται από εμπορική δύναμη που
 επεδίωκε τα προνόμια του πλέον ευνοούμενου κράτους σε καθαρά αποικιακή δύναμη.
Πολλές αριστοκρατικές οικογένειες αλλά και μεμονωμένοι τυχοδιώκτες αποκτούν περιοχές στο Αιγαίο και την Κρήτη σαν υποτελείς είτε του Λατίνου Αυτοκράτορα της Πόλης είτε της Βενετίας. Εκτός όμως από τους Βενετούς, οι Γενοβέζοι και οι Πιζανοί θέλησαν να μετατρέψουν τα εμπορικά προνόμια σε κυριαρχική κατοχή (Κεφαλληνία 1203, Κρήτη 1204 κ.λ.).Τα περισσότερα σημεία που κατέλαβαν οι Βενετοί τα κράτησαν έναντι των τουρκικών απειλών και επιθέσεων μέχρι τον 15ο αιώνα και αργότερα. (Η Τήνος κατελήφθη από τους Τούρκους τελευταία, τον 18ο αιώνα).

3. Ποιοι ήσαν οι Φράγκοι

Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση των Φραγκικών οικογενειών που συνέδεσαν το όνομά τους με την κατάκτηση, κατοχή και εκμετάλλευση της Κέας για μια περίοδο 360 ετών, θεωρείται απαραίτητο, συνοπτικά, να αποσαφηνισθεί ποιοι ήσαν οι Φράγκοι, ονομασία που απέδιδαν οι κάτοικοι του ελληνικού χώρου σ’ όλους τους Δυτικούς.
Ο όρος «Φράγκος» για τους Έλληνες είναι γενικός και αναφέρεται σε όλους τους ευρωπαίους. Η γενίκευση αυτή μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση μιας ομοιογενούς εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Σαν εθνικός χαρακτηρισμός είχε αποδοθεί από Βυζαντινούς συγγραφείς (Ευσέβιος, 3ος μ.Χ. και Ζώσιμος, 5ος μ.Χ.), σε ενότητες γερμανικών φύλων του κάτω Ρήνου και αφορούσε σε φυλές που εισέβαλαν συχνά στη ρωμαϊκή επαρχία της Γαλατίας. Η συνένωση των διάφορων φύλων που έγινε από τον Κάρολο τον Μέγα και κυρίως η επικράτηση του Παπικού καθολικισμού, στερέωσε την χωρίς εθνολογική διάκριση γενίκευση, και έτσι κάθε καθολικός θεωρείται Φράγκος και το αντίστροφο.
Ο όρος εμπεριείχε και υποτιμητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι Έλληνες θεωρούν σαφή την υπεροχή της ορθόδοξης πίστης απέναντι των Καθολικών, αλλά και γιατί ταύτιζαν πολλές φορές τους βάρβαρους της Ευρώπης με τους Καθολικούς. Η γενίκευση αυτή οδήγησε ώστε η περίοδος κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. της κυριαρχίας των Δυτικών επί των ελληνικών χώρων, να ονομάζεται Φραγκοκρατία.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι και οι Οθωμανοί μέχρι και την ίδρυση Τουρκικού Κράτους από τον Κεμάλ ονόμαζαν Φραγκιστάν όλες τις χώρες τη δυτικής και βορείου Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση.
Η απλούστευση αυτή με τον γενικό και υποτιμητικό χαρακτήρα που τη συνοδεύει, ενισχυμένη από μια πολιτιστική υπεροψία εξ αιτίας της ελληνικής αρχαιότητας, προκάλεσε μια αντίστροφη φυσική και ηθική υπεροψία από την πλευρά των Δυτικών, που επιβιώνει μέχρις σήμερα.
Οι Δυτικοί ιστορικοί, απολογητικοί συνήθως, επιμένουν να υπογραμμίζουν την ιστορική αξία της Φραγκοκρατίας για την περιοχή. Υποστηρίζουν ότι οι έποικοι, έτσι ονομάζουν τους κατακτητές, πρόσφεραν πολιτιστικά στις κοινωνίες του Αιγαίου, νήσων και παραλίων. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ιστορικούς, δεν αποδέχονται τον κατακτητικό και ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, αυτού του δήθεν εποικισμού. Αγνοούν επιμελώς τα ιδιοτελή και ληστρικά κίνητρα, των ηγεμόνων, των ιπποτών, αλλά και των πολιτών που τους ακολουθούσαν. Η ιστορική εξέλιξη βέβαια, για τον αντικειμενικό μελετητή αποδεικνύει το εντελώς αντίθετο. Τα έθνη που συναπαρτίζουν τη γενική έννοια «Φράγκοι» είναι οι προπάτορες των αποικιακών κρατών. Οι μόνοι που απουσιάζουν από την κατοχή του Αιγαίου είναι οι Αγγλοσάξονες. Ίσως το ότι αυτοί είχαν υποδουλώσει κατά τη Γ΄ σταυροφορία την Κύπρο, ένα πλούσιο και ζωτικό χώρο, ο οποίος απορροφούσε τους «εποίκους» τους, και συγχρόνως λόγω της θέσης της στη Μεσόγειο καλύπτει τις στρατηγικές ανάγκες τους.
Η Φραγκοκρατία στο Αιγαίο μπορεί σχηματικά να διαιρεθεί χρονολογικά σε πέντε περιόδους. Εθνολογικά οι «έποικοι» ανήκουν σε διάφορα έθνη της Δύσης ανεξάρτητα από την ταξική προέλευσή τους, τα κίνητρα και τη δράση τους. Έχουμε έτσι, πειρατές, τυχοδιώκτες, ηγεμόνες, ιππότες, εμπόρους, τραπεζίτες κ.λ.π.
Σαν πρώτη περίοδος μπορεί να ορισθεί η χρονική διάρκεια των τριών πρώτων σταυροφοριών, αλλά και η πρότερη περίοδος (1095-1188 μ. Χ.). Στην περίοδο αυτή, Βενετοί, Γενοβέζοι, Πιζάνοι, Αμαλφιτάνοι αλλά και άλλοι Λατίνοι μικρότερων ιταλικών δημοκρατιών, και μετά το 1185 και Νορμάννοι, εμφανίζονται στο Αιγαίο κυρίως πειρατές και έμποροι. Με τη Δ΄ σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, εκτός των ανωτέρω εμφανίζονται και Βουργουνδοί, Φλαμανδοί, Σαβογιάρδοι, Λομβαρδοί, Αλσατοί κ.α.  Στους πειρατές και τους εμπόρους προστίθενται ηγεμόνες, ιππότες και τυχοδιώκτες κάθε είδους. Η περίοδος αυτή εκτείνεται από το 1204 μ.Χ. καθ’ όλη τη διάρκεια της Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ΄ σταυροφοριών, μέχρις δηλαδή το 1248 μ.Χ.
Κατά την Η΄ σταυροφορία και την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261 μ.Χ.) εμφανίζονται Κέλτες του Ανζού. Στα 1302 μ.Χ. έρχονται στον ελληνικό χώρο Καταλανοί κατ’ αρχάς ως μισθοφόροι, οι οποίοι στη συνέχεια ιδρύουν το Καταλανικό κράτος των Αθηνών (1311-1387 μ.Χ.). Τέλος στα 1380 μ.Χ. περίπου με την εμφάνιση των Οθωμανών στο Αιγαίο έρχονται σαν μισθοφόροι αρχικά, Γασκώνοι και Ναβαρέζοι. Από την εποχή αυτή και μετά, οι Λατίνοι αναλαμβάνουν και το ρόλο του προωθημένου προστάτη της Δύσης, αλλά και των προσωπικών τους κατακτήσεων έναντι του Οθωμανικού επεκτατισμού.

4. Οι Φράγκοι Ηγεμόνες της Κέας
Το να παρακολουθήσει κανείς την ιστορία των ηγεμόνων της Κέας στη διάρκεια των 360 χρόνων της κατοχής της από τους Φράγκους είναι εξαιρετικά δύσκολο και ίσως θα ήταν και ανιαρό για τον απλό αναγνώστη. Οι έριδες μεταξύ των Φράγκων «ευγενών», οι επιθέσεις, οι πολιορκίες, καταλήψεις και ανακαταλήψεις από τρίτους, oι μεταξύ των οικογενειών των Βενετών κατακτητών γάμοι, με τις αντίστοιχες προικοδοσίες, συνθέτουν μια ιστορική περίοδο για τα νησιά αυτά εξαιρετικά σκοτεινή. Χρόνοι για τους οποίους δεν υπάρχουν γραπτά στοιχεία σε αφθονία, αλλά τα όσα είναι γνωστά εμφανίζουν μεγάλη δυσκολία σύνθεσης εξ αιτίας των κενών και των πολύπλοκων σχέσεων. Θα περιοριστεί έτσι το σημείωμα αυτό στην παρουσίαση των προσώπων και την αναφορά στα κυριότερα γεγονότα.
Στην αρχή αυτού του σημειώματος αναφέρθηκε ότι η Βενετική Δημοκρατία, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους στο 1204 απέκτησε, εκτός των άλλων και την επικυριαρχία των Κυκλάδων. Η εκχώρηση αυτή έγινε, τον Σεπτέμβριο του 1204, βάσει συνθήκης μεταξύ των ηγεμόνων και των αρχηγών της Δ΄ σταυροφορίας, με σκοπό τη διανομή και το διαμελισμό του Βυζαντινού Κράτους, μετά την ανέλπιστη νίκη τους. Αναφέρθηκε επίσης ότι, η Βενετία μη θέλοντας να επωμισθεί τα έξοδα της εκστρατείας για την κατάληψη των περιοχών που η συνθήκη εκχωρούσε, μεταβίβασε αυτά τα δικαιώματα σε κάθε υπήκοό της, ο οποίος ήθελε να καταλάβει, να νέμεται και να διοικεί οιοδήποτε νησί των Κυκλάδων. Όρος για την εκχώρηση αυτή ήταν, το ότι η εκστρατεία θα γινόταν με έξοδα και μέσα του προνομιούχου και το ότι αυτός θ’ αναγνώριζε την επικυριαρχία της Βενετικής Δημοκρατίας.
Συγγενείς του Μάρκο Σανούντο, ο οποίος βάσει προνομίων καταλαμβάνει τις Κυκλάδες και ιδρύει το Δουκάτο της Νάξου (1207), ήσαν οι Αντρέα και Τζερόνυμο Γκίζι, στους οποίους ο Σανούντο υπεκχώρησε την Τήνο και τη Μύκονο. Η κατάληψη αυτών των νήσων έγινε αμαχητί, πράγμα που οδήγησε τους αδελφούς Γκίζι να επεκτείνουν τις βλέψεις τους και σε μικρό χρονικό διάστημα να καταλάβουν την Σκύρο, Σκόπελο και Σκιάθο. Βοηθούμενοι δε από τους Ντομένικο Μικέλι, βενετό τυχοδιώκτη που ήδη ασκούσε την πειρατεία και τον Πέτρο Τζουστινιάνι βενετό ευγενή και συμμαχητή του Σανούντο, κατέλαβαν την Κέα και την Κύθνο.
Με την κατάληψη της Κέας, το ήμισυ του νησιού περιήλθε στους Γκίζι, το εν τέταρτο στον Πέτρο Τζουστινιάνι και το υπόλοιπο εν τέταρτο στον Μικέλι.
Οι Γκίζι όπως είδαμε, ήσαν βενετοί ευγενείς, συγγενείς του Μ. Σανούντο, οι οποίοι δεν περιορίζονταν στη δεσποτεία των νήσων που κατέλαβαν, αλλά ασκούσαν και την πειρατεία, όπως έκανε βεβαίως και η πλειοψηφία των Φράγκων στο Αιγαίο. Η Κέα λόγω της πλεονεκτικής της θέσης, το πλήθος των όρμων αλλά και του εξαιρετικά ασφαλούς και μεγάλου λιμανιού της ήταν αντικείμενο διεκδίκησης τόσο των πειρατών, προ της Φραγκοκρατίας, όσο και των Λατίνων κυρίαρχων του Αιγαίου. Οι Γκίζι έτσι αποκτούν ένα από τα καλύτερα ορμητήρια, για την ανάπτυξη της πειρατικής τους δραστηριότητας.
Στα 1269, μετά την επανάκτηση της Πόλης από τους Βυζαντινούς, οι Φράγκοι της Κέας υπέστησαν επίθεση από το βυζαντινό Μέγα Δούκα Λικάριο και έχασαν τα μερίδιά τους. Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, ο Βαλλέτος, γιος του Φεντερίκο, ο οποίος
ήταν ανιψιός του Πέτρου Τζουστινιάνι, μαζί με τον εγγονό του Μικέλι, Μπαρτολομέο και το γιο του Ανδρέα Γκίζι, ανακαταλαμβάνουν την Κέα.
 Η προηγούμενη μοιρασιά ανανεώνεται. Η κυριαρχία των Γκίζιδων στην Κέα διατηρήθηκε μέχρι το 1390, οπότε, έχοντας πεθάνει όλοι οι άρρενες απόγονοι, τα μερίδιά τους στην Κέα, όπως και η Τήνος, Μύκονος και Δήλος περιήλθαν στη Δημοκρατία της Βενετίας.
Ο εγγονός του Ανδρέα Γκίζι, Γεώργιος Α΄ παντρεύτηκε την Άλις ντέλλε Κάρτσερι. Μέσω αυτού του γάμου γίνεται ομότιμος, ένας από τους 12, της Αχαΐας και προσθέτει στην επικυριαρχία του και το ένα τρίτο της Εύβοιας. Αυτός ο ίδιος Γεώργιος Α΄ Γκίζι ανακατέλαβε την Κέα μαζί με τους Μπαρτόλομο Μικέλι και Βαλλέτο Τζουστινιάνι, μετά τη σύντομη αλλά καταστροφική επιδρομή του «ευγενούς» πειρατή, Ρογήρου ντε Φλώρ.
Απέκτησε από το γάμο του με την Άλις, τέσσερα παιδιά, τον Μπαρτολομέο, τον Μαρίνο, την Άλις και τη Φιλίππα. Το μερίδιο των Γκίζι μοιράζεται στα τέσσερα. Η Άλις η νεώτερη παντρεύεται τον Βενετό ευγενή Ρουτζέρο Πρεμαρίνι στον οποίο οι δύο αδερφοί της πωλούν τα μερίδιά τους. Η άλλη κόρη παντρεύεται τον Ντανιέλε Μπραγκαντίνο. Στα 1355 οι απόγονοι των Μικέλι, Σιμονέτος και Μευγόζος πωλούν τα μερίδιά τους στον Μάρκο Πρεμαρίνι, απόγονο του Ρουτζέρο. Έτσι οι Πρεμαρίνι το 1355 βρίσκονται με τα μερίδια των Γκίζι και των Μικέλι. Την κυριαρχία κρατούν μέχρι το 1537 οπότε η Κέα και άλλα νησιά κατελήφθησαν από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ο οποίος παραχώρησε την Κέα στο Δούκα της Νάξου Ιωάννη Κρίσπο Δ΄ ο οποίος με τη σειρά του και παρά τις διαμαρτυρίες της Βενετίας έδωσε το μερίδιο των Πρεμαρίνι (δηλαδή όλη την Κέα) σαν προίκα στην κόρη του, σύζυγο του Ιωάννη Σομμαρίπα. Για βραχύ διάστημα κατόρθωσε ο Νίκολο Γκοτζαντίνο, γαμπρός του Ιουλίνο Ντα Κορούνια και κληρονόμος των Πρεμαρίνι και Μ. Σανούντο, να επανακτήσουν το μερίδιό τους επί της νήσου. Με το θάνατο του τελευταίου Σομμαρίπα, Ιωάννη – Φραγκίσκου της Άνδρου και της Κέας, ο σουλτάνος Σελίμ ο Β΄ εκχωρεί το δουκάτο της Νάξου (1566) στον Ιωσήφ Νάζι. Ο Νάζι είναι πορτογάλος εβραίος στην υπηρεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε δημόσια αποκηρύξει τον Χριστιανισμό και καταλήστεψε όλα τα νησιά. Παρά τον θάνατο του προστάτη του Σελίμ, ο Νάζι διατήρησε το δουκάτο μέχρις τον θάνατό του (1579) οπότε προσαρτήθηκε σαν σαντζάκι στην αυτοκρατορία, εκτός της Τήνου.
Οι Τζουστινιάνι της Κέας ανήκουν σε παλαιά και ευγενή οικογένεια της Βενετίας. Ο αρχηγός της «δυναστείας» αυτής Πέτρος, είναι αυτός που με τον Σανούντο καταλαμβάνουν τα νησιά του Αιγαίου. Έζησε πιθανώς μέχρις το 1235. Η Κέα ανακαταλαμβάνεται όπως είδαμε το 1269 από τους Βυζαντινούς υπό τον Μέγα Δούκα της Ρόδου Λικάριο. Στα 1296 ο εγγονός του Πέτρου Τζουστινιάνι Φεντερίκο Βαλλέτο μαζί με τον εγγονό του Ντομένικο Μικέλι Μπαρτολομέο και τον γιο του Ανδρέα Γκίζι Μπαρτολομέο, ανακαταλαμβάνουν τα νησιά και ανανεώνουν την μοιρασιά της Κέας μεταξύ των οικογενειών τους.
Στα 1302 ο Βαλλέτος μαζί με τον Γεώργιο Γκίζι και τον Μπαρτολομέο Μικέλι ανακατέλαβε την Κέα και την Σέριφο μετά την κατάληψη και την καταστροφή των νήσων από τον Ρογήρο ντε Φλώρ. Στα 1304 η Κέα κατελήφθη εκ νέου από τον Βενέδικτο Α΄ άρχοντα της Φώκαιας και πάλι το τρίο Μπαρτολομέο, Γεώργιος και Βαλλέτος επανέκτησαν την κυριαρχία τους.
Στα 1302 και 1303 ο Βαλλέτο Τζουστινιάνι μαζί με τον Γκουίντο Μοροζίνι κάνουν ληστρική επιδρομή στην Πριγκηπόννησο. Στην απουσία αυτή του Βαλλέτου οι Γκίζιδες καταλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την Κέα. Με παρέμβαση της Βενετίας οι Μικέλι και Τζουστινιάνι ανακτούν τα μερίδιά τους και τη δεσποτεία τους.
Απόγονος του Βαλλέτου ο Πέτρος Τζουστινιάνι (1347) πάντρεψε τη μοναδική του κληρονόμο Μαρία με τον Ισπανό ιππότη Ιωάννη ντα Κορούνια, Ιωαννίτη ιππότη. Αυτός ανήκε σε οίκο που δυνάστευε τη Σαντορίνη. Γι αυτόν, επονομαζόμενο και Γιαννούλη, υπάρχει και η εκδοχή ότι αποτίναξε την υποτέλεια στο τάγμα του Αγίου Ιωάννου και την υποτέλεια στον Σανούντο, κήρυξε εαυτόν αυτεξούσιο και κατέλαβε την Σίφνο και την Κέα. Το 1350 επέδραμαν στις νήσους οι Γενοβέζοι Φίλιππο Ντόρια και Σιμόνε Μπινιόζι. Ο Γιαννούλης αντιστάθηκε και παρά τις καταστροφές που κατάφεραν οι Γενοβέζοι απεχώρησαν. Απόγονος άκληρος του Γιαννούλη ο Ιουλίνος ντα Κορούνια, με το θάνατό του κληρονόμησε το μερίδιο των Τζουστινιάνι στις αδερφές του Κιάρα, σύζυγο του Νικολό Πρεμαρίνι απόγονο της Άλις Γκίζι και του Ρουτζέρο και στη Φιλίππα σύζυγο του Νικολό Γκοτζαντίνο, στον οποίο οι Σανούντο εκχωρούν μερίδιο στην Κέα. Οι απόγονοι της Φιλίππα κατέχουν το μερίδιό τους μέχρι το 1566 οπότε το χάνουν από τον Ιωσήφ Νάζι. Ο απόγονος της Κιάρα Μάρκο Πρεμαρίνι αγοράζει τα μερίδια από τους Μικέλι στα 1355, πεθαίνει όμως άκληρος αφού οι δυο του κόρες Κατερίνα και Αγγέλα απέθαναν νήπια και έτσι το μερίδιο του Μάρκου Πρεμαρίνι επανέρχεται στους απογόνους του Ρουτζέρο και τους απογόνους τους μέχρις το 1538 όπου η Κέα καταλαμβάνεται από τον Μπαρμπαρόσα και το μερίδιο των Πρεμαρίνι δίδεται όπως είδαμε ως προίκα στον Ιωάννη Φραγκίσκο Σομμαρίπα της Άνδρου.
Οι Σομμαρίπα είχαν καταγωγή την Βερόνα. Ο Γάσπαρης Σομμαρίπα έλαβε σύζυγο τη Μαρία Σανούντο απόγονο του Μάρκου (1390). Με αυτό το γάμο ο Γάσπαρης γίνεται αρχηγέτης της δυναστείας στο Αιγαίο. Με επιγαμίες με τις οικογένειες των Κρίσπο, Τζένο, Λορεντάνο, Βεντίρι και Βαρότζι αλλά και με άλλους δυναστικούς οίκους και τη βοήθεια της Βενετίας κατόρθωσαν οι απόγονοι του Γάσπαρη να επιβληθούν στο Αιγαίο ως κυρίαρχοι της κληρονομιάς της Μαρίας Σανούντο μέχρις το 1566.
Oι Μικέλι με αρχηγό της «δυναστείας» του Αιγαίου το Ντομένικο, ο οποίος αποκαλούνταν για την αγριότητά του « terror graecorum » (τρόμος των Ελλήνων), προερχόταν από «ευγενή» οικογένεια της Βενετίας μέλη της οποίας έχουν διατελέσει δόγες και καρδινάλιοι. Πάππος του Μικέλι της Κέας, Ντομένικο και εκείνος, Δόγης της Βενετίας, διαδέχθηκε τον Ορδέλαφον Φαλιέρι στα 1118. Διεξήγαγε εκστρατεία προς βοήθεια του Βασιλέως της Ιερουσαλήμ Βαλδουϊνου Β΄ στα 1124 και πέθανε το 1130. Οι Μικέλι τερμάτισαν την επικυριαρχία τους στην Κέα πουλώντας οι δύο τελευταίοι απόγονοι του Ντομένικο, ο Σιμονέτος και ο Μευγόζος, το μερίδιό τους στο Μάρκο Πρεμαρίνι (1355).
Γενάρχης των Γκοτζαδίνων, οικογένειας ευγενών από τη Μπολώνια, όσον αφορά στους άρχοντες που εγκαταστάθηκαν στο Αιγαίο είναι ο Γιαννούλης (Giovannino). Το 1307 ο Γιαννούλης κατέλαβε την Ανάφη. Με παραχώρηση του Σανούντο οι Γκοτζαντίνο έγιναν άρχοντες της Κύθνου και μέρους της Κέας λαμβάνοντας το μερίδιο των απογόνων της Φιλίππα Γκίζι και του Ντανιέλε Μπραγκαντίνο. Η μικρή κυριαρχία της οικογένειας το 1617, έτος που υποτάχθηκε στους Οθωμανούς, περιλάμβανε τη Σίφνο, Κύθνο, Κίμωλο, Φολέγανδρο, Γυάρο, Σίκινο και το Πελαγονήσι (Κυρά Παναγιά).
Εκτός από τις παραπάνω οικογένειες των Λατίνων ηγεμόνων της Κέας στη λεγόμενη περίοδο της Φραγκοκρατίας, πλήθος άλλων τυχοδιωκτών, ιπποτών, εμπόρων κ.α. πέρασαν από τα νησιά του Αιγαίου εκείνα τα χρόνια. Για όποιον ήθελε να μελετήσει αυτή την περίοδο καλό θα είναι να γνωρίζει ότι η έλλειψη επίσημων γραπτών στοιχείων των ηγεμονιών καθώς και χρονογράφων σύγχρονων με τα γεγονότα, θα κάνει την μελέτη του εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη. Προσωπικά πιστεύω ότι αρκούν λίγα ιστορικά στοιχεία και αντίθετα μεγάλη εξοικείωση με τον χώρο του Αιγαίου, γεωγραφικά και κοινωνικά. Ένας τέτοιος εξοπλισμός και λίγη φαντασία, μπορούν να δώσουν σε όποιον θέλγεται από τέτοια θέματα μια καλή εικόνα των όσων διαδραματίστηκαν σ’ αυτό το μοναδικό χώρο. Οι πόλεμοι, οι καταστροφές, οι κακουχίες των δύσμοιρων κατοίκων, οι πειρατείες και ο αφανισμός ολογυρίζουν παντού. Ερείπια, κάστρα, πύργοι, οχυρώσεις, διάσπαρτα σε όλο το χώρο του Αιγαίου, μαρτυρούν τα δράματα που παίχτηκαν, και τα φανερώνουν στο γυριστή που τα αναζητά.
Την κληρονομιά αυτή, βαριά σκλαβιά για 1700 χρόνια, πρέπει να γνωρίζει ο ταξιδευτής που φτάνει στην Κέα. Δε θα παραξενευτεί έτσι για τον κλειστό χαρακτήρα των κατοίκων, για τον ειρωνικό και πολλές φορές εχθρικό τρόπο τους να αντιμετωπίζουν τους ξένους , όπως ονομάζουν όποιον δεν είναι Κείος από μάνα και πατέρα, αδιάκριτα Έλληνες και αλλοδαπούς. Ακόμα και οι γεννημένοι στο νησί από ξένους, θεωρούνται ξένοι και αυτοί. Μου είναι άγνωστο στα πόσα χρόνια ή στις πόσες γενιές το επίθετο παύει να τους παρακολουθεί.
Τέτοιους Φράγκους τώρα στη Τζιά μπορεί να δει κανείς το καλοκαίρι στο Βουρκάρι. Πληρώματα και ιστιοπλόοι κυρίως, οι βόρειοι συνήθως μεθυσμένοι, δε θα δυσκολευτεί κάποιος να τους φανταστεί με άλλες στολές και σε άλλες εποχές.

Βιβλιογραφία
1.     Π. Λοκ «Οι Φράγκοι στο Αιγαίο» Έκδοση Ενάλιος.
2.     Ι. Ψύλλας «Ιστορία της Νήσου Κέας» Έκδοση Συνδέσμου Κείων.
3.     Α. Μηλιαράκης. «Κυκλαδικά» Έκδοση Ν. Καραβία.
4.     Κ. Σιμόπουλος. «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα». Έκδοση Στάχυ.
5.     R. Panetta. Pirati e corsari Turchi e barbareschi nel mare nostrum. Μιλάνο 1981.
6.     P. Belon. Les observations de plusieurs singularités et choses mémorables trouvées en Grèce.Παρίσι 1553.
7.     Α. Τhevet. Cosmographie de Levant. Παρίσι 1549.
8.     F. Braudel. La Méditerranée et le monde méditerranéen. Λονδίνο 1986.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: