Το δικαίωμα του να διαφέρεις (10/6/2018).




Το να βρεθώ διωκόμενος μαζί και η οικογένειά μου για τις ιδέες μου δεν είναι για μένα κάτι νέο στη ζωή μου. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που εγκατέλειψα την πόλη και μια επιτυχημένη επαγγελματική παρουσία πριν σαράντα χρόνια περίπου. Να ξαναβρεθώ μετά τόσα χρόνια πάλι στην ίδια κατάσταση και μάλιστα σε εποχή αριστερής διακυβέρνησης δεν ήταν κάτι που θα απέκλεια. Αυτό που με πόνεσε είναι το ότι παρόλο που έκανα τα πάντα ώστε να μην προκαλέσω, άνθρωποι που βοήθησα στράφηκαν τώρα εναντίον μου. Βοήθησα όσo μπόρεσα τον τόπο με τις δυνάμεις που διαθέτω, άλλες μικρές, άλλες μεγάλες και τον δήμο και την κοινότητα πριν από αυτόν, με σχέδια, επιβλέψεις και τεχνικές συμβουλές. Πάντοτε αφιλοκερδώς και χωρίς καμία αμοιβή. Η καημένη η Χαρίκλεια, η πρώτη μου γυναίκα, όταν της ανακοίνωσα την απόφασή μου να εγκατασταθούμε στη Τζιά με απέτρεψε. «Θα σε πολεμήσουν οι Τζιώτες. Δεν τους ξέρεις», μου είπε, Τζιώτισσα η ίδια. Παρόλα αυτά, έκανα το βήμα. Τώρα που συγχωρέθηκε, θα βλέπει ότι δικαιώθηκε.

Την Τζιά αγάπησα βαθιά κι όταν το ‘89 άρχισε η άναρχη δόμηση και η καταστροφή της σταμάτησα να εργάζομαι για να μην υποχρεωθώ από τον επαγγελματικό ανταγωνισμό να συνεργήσω. Παρόλη την αγάπη για τον τόπο, ποτέ δεν μπόρεσα να αισθανθώ μέρος του εξαιτίας της συντηρητικής κοινωνίας. Το γεγονός αυτό το σεβάστηκα απόλυτα γνωρίζοντας και τους λόγους αυτής της καθυστέρησης. Ποτέ δεν επεδίωξα δημόσια θέση παρόλον ότι ελάχιστοι που με τίμησαν με τη φιλία τους, ο γιατρός Μαλαβάζος, ο καθηγητής Χαρτοφυλακίδης, ο δήμαρχος επί σειρά ετών Ιερομνήμων, ο Παπαχαστάς, ο φίλος μου ο ψαράς ο Παρασκευάς, επανειλημμένα με προέτρεπαν.

Ο κήπος του κακού άνθισε όταν αυτοί οι παλιοί σιγά-σιγά έφυγαν απ’ τη ζωή. Οι καιροί άλλαξαν σε πολλά επίπεδα. Οι Τζιώτες έχασαν τους φυσικούς ηγέτες τους πριν ωριμάσουν, νέοι.
Οι ενοχές μου είναι πολλές και είμαι περήφανος γι αυτές. Πάντα οι συνεργάτες μου πληρώθηκαν για όσο δούλεψαν, ακόμη και για όσο δεν δούλεψαν. Δεν χρωστώ σε κανέναν, ούτε στο ΙΚΑ. Υπερασπίστηκα πάντα τους αδύνατους ανεξάρτητα απ’ τη ράτσα, τη θρησκεία ή το χρώμα τους, τα παιδιά και οι νέοι, πάντα, ήταν το πρώτο μέλημά μου. Είμαι εχθρός της βίας και της αμάθειας, της μισαλλοδοξίας και της αρπαγής. Θεωρώ ότι η γνώση ανήκει σε όλους και δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Την εκμετάλλευση των συναισθημάτων και του κάματου της εργασίας τα θεωρώ έγκλημα. Η πίστη είναι δώρο για τους αδύνατους και θεϊκή στήριξη. Είναι ιερή αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να γίνεται εμπόδιο ή απειλή για τους μη ομόπιστους. Αυτά είναι τα αμαρτήματά μου, αλλά όχι όλη η ιστορία μου.

Το λεγόμενο «κουσέλι», κοινώς κουτσομπολιό, είναι η κύρια πνευματική ασχολία των κατοίκων. Είναι φυσικό φαινόμενο, στην πορεία της εξέλιξης αυτών των κοινωνιών που καθυστέρησαν για τους πασίγνωστους λόγους και οι οποίες βρέθηκαν στη σύγχρονη εποχή που ονομάζουν της πληροφορίας (!!) τελείως απροετοίμαστες.
Δεν καταλογίζω σε κανέναν κουτσομπόλη ιδιοτέλεια ή εμπάθεια. Η φιλαλληλία διαφέρει στα διάφορα επίπεδα ύπαρξής της και στην ολοκλήρωση της πυκνότητάς της για κάθε άνθρωπο. Η αγάπη για τα παιδιά, το πάθος για μια γυναίκα, τα συναισθήματα για τη μάνα και για τον πατέρα, η συμπόνια για τον διπλανό, η πίστη σε μια ιδέα, σε έναν θεό ή μια ιδεολογία, η συμπαράσταση στους αδύνατους και η επικοινωνία ανταποκρίνεται σε μια βαθύτατη προσωπική αιτιολογία και είναι σεβαστή. Ποτέ όμως δεν μπορεί να γίνει αιτιολογία για το μίσος και την κακότητα. Δε θα μπορούσα ποτέ να κυνηγώ τους πεινασμένους Αλβανούς με το δίκαννο από φιλία για τους ντόπιους, όπως έγινε. Πιστεύω, ακόμη και τώρα, αλίμονό μου, ότι μπορεί να συμφιλιωθεί η τεχνολογία και η φαντασία, η διαφορά και η ομοιότητα σε μια πορεία προς το μέλλον με τα όσα είναι άξια απ’ το παρελθόν, χωρίς όμως τη μαυρίλα του.

Η ανθρωποφαγία είναι απεχθής και το κατά συνήθεια λιντσάρισμα είναι αρρώστια βαριά. Το πολιτισμικό «apartheid» που οι μικρές κοινωνίες υπέστησαν, είναι το φρένο που κρατάει την πατρίδα μας πίσω. Δεν τη σώζουν οι τουριστικές παραστάσεις της χαμένης παράδοσης ή τα πολιτισμικά ταρατατζούμ ή ακόμη χειρότερα οι επικλήσεις στη σοφία των αρχαίων ημών προγόνων. Αυτοί έκαναν όσα έκαναν και θεοποιήθηκαν αιώνια, εμείς παράγουμε σκουπίδια, υλικά και πνευματικά.


Τι έκανε η καλή Θεώνη, η γυναίκα μου η γιάτρισσα και ξεσήκωσε το «μισό» (;) νησί εναντίον της; Τι έκανε; Το γιατρό με τον καλύτερο τρόπο που της επέτρεπαν οι γνώσεις της και η συνείδησή της. Κάποιο ιατρικό λάθος; Αμέλεια; Ατυχή διάγνωση; Απάντηση: όχι, τίποτε από αυτά. Αντιστάθηκε όμως στην Άλωση και από τα μέσα και από τα έξω, πράγμα ασυγχώρητο για τους προσκυνημένους, για τα αντικοινωνικά αντισώματα, για τους «arribistas». Δε θα γίνει όμως η Θεώνη το θύμα γιατί έχουν γνώση οι φύλακες.

Είναι δυσδιάκριτο ένα λεπτοφυές παράδοξο που αφορά στο γεγονός ότι αυτό που ορίζεται επισήμως σαν Δημόσιο σε μεγάλο βαθμό δεν είναι δημόσιο αλλά ιδιωτικό. Αυτό σημαίνει ότι ο χώρος της υγείας ανήκει στην πραγματικότητα σε περιώνυμες φίρμες ή πρόσωπα που τον διαχειρίζονται πολιτικά ή ιατρικά, παράνομα, προς ίδιο όφελος, σαν προσωπικό φέουδο, από το οποίο έλκουν αθέμιτη εξουσία, ωφέλεια οικονομική και κυριαρχικό παραγοντισμό. Το κοινό έδαφος γίνεται εκμεταλλεύσιμο σαν οικόπεδα χωρίς άδεια από τον νόμιμο Κύριο που είναι το Κράτος, δηλαδή η κοινή θέληση του Λαού, θέση και πράξη. Το κοινό, έτσι, γίνεται κτήμα αυτών των βαρώνων της υγείας.

Το ιατρείο στη Χώρα κατασκευάστηκε με μύριους κόπους και δυσκολίες με την έμπνευση και καθοδήγηση του Γ. Ιερομνήμονα και του σύμβουλου Δ. Μπίθαρη. Έβαλα πλάτη και εγώ. Το σχεδίασα και επέβλεψα το έργο παρόλη τη λυσσαλέα αντίδραση της δεξιάς πολιτικής η οποία δεν ήθελε το έργο αυτό να γίνει επί δημαρχίας του Ιερομνήμονα που τον υποστήριζε το Σοσιαλιστικό Κίνημα. Τη νύχτα έριχναν κουβάδες χλωρίνης για να ξεραθεί ο πλάτανος και τελικά να κατηγορηθεί ο δήμαρχος. Ο πλάτανος ξεράθηκε, το ιατρικό κέντρο όμως έγινε. Ο αείμνηστος Τζίβας, ήταν το τσούκλι του δήμαρχου, έβαζε σκοπιές τη νύχτα να φυλάνε τον πλάτανο.
Η δημόσια και δωρεάν υγεία είναι μια μεγάλη κατάκτηση για το λαό, πολλοί δεν το έχουν καταλάβει. Η απαξίωσή της είναι ο κύριος στόχος των νεοφιλελεύθερων Ταλιμπάν, που με λύσσα επιχειρούν να την απαξιώσουν με κάθε τρόπο. Μια κατάκτηση που στέκεται ακόμη όρθια παρόλη την επίθεση που δέχθηκε από τα βάρβαρα μνημόνια και την «τρόικα» του διεθνούς κεφάλαιου.

Οι κυρίαρχες τάξεις έχουν συμφέρον να απαξιώνουν τις λαϊκές κατακτήσεις και να δημιουργούν ψευδείς εικόνες. Τους ενδιαφέρει καίρια η κοινή γνώμη και κάνουν οτιδήποτε για να την χειραγωγήσουν. Δεν είναι ο στόχος η καλή γιατρίνα αλλά η απαξίωση της δωρεάν δημόσιας υγείας. Η παρουσία της απλά είναι εμπόδιο. Έτσι εξηγείται η επιμονή και η πίεση για μια γραπτή δήλωσή της στην οποία να αρνείται τη νόμιμη και φυσική προαγωγή της στο βαθμό του διευθυντού. Καλύπτω το όνομα του δράστη αυτής της ύβρης. Προφανώς έχουν σύγχυση σε σχέση με τη διοικητική διεύθυνση με τον ομώνυμο βαθμό. Το ότι η πίεση και απαίτηση αυτή έγινε από δημόσια χείλη είναι απεχθές γιατί θυμίζει τις χωροφυλακίστικες δηλώσεις του παρελθόντος.

«Los arribistas», δηλαδή οι βαρόνοι και όσοι εκμεταλλεύονται το λαό δεν δέχονται καμία αλλαγή που να θίγει τα συμφέροντά τους και επιθυμούν την επ’ ουδενί λόγω καλλιέργεια πολιτικής συνείδησης των κατοίκων της περιφέρειας. Έτσι η εξέλιξη της πολιτικής σκέψης μπαίνει πάντα στο περιθώριο και ο λαός είναι στη διάθεση της εκμετάλλευσής τους.

Η χειραγώγηση γίνεται εύκολη για τους βαρόνους αφού μέγα μέρος των κατοίκων είναι αρνητικά διακείμενο προς τους μη Τζιώτες Έλληνες εξαιτίας συμπλεγμάτων που δεν αφορούν στο παρόν σημείωμα. Κυρίως όμως η λεία των εργολάβων της υγείας είναι ένα κοινό ασθενές, αδύνατο και ανασφαλές αφού είναι δύσκολο να μην ενδώσει ο οποιοσδήποτε όταν ο άνθρωπός του κινδυνεύει. Αυτό το σύνθημα καθορίζει και την αρνητική δυσφήμιση της επάρκειας του ιατρικού προσωπικού και των παρεχομένων υπηρεσιών. Ρόλο επίσης παίζει και η κακή ενημέρωση της διοίκησης η οποία με δικά της λόγια δικαιολόγησε τη στάση της με το ότι «ακούει πολλά λόγια και παράπονα». Θα έπρεπε η διοίκηση να έχει ενημέρωση από την τοπική οργάνωση του «Σύριζα» ότι στη Τζιά δεν πρέπει να ακούς αλλά μόνο να βλέπεις.

Παρόλον ότι η ελληνική γλώσσα διαθέτει πλούτο μεγάλο, χρησιμοποίησα μερικές λέξεις ξένες σε εισαγωγικά. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή. Θέλησα να απαλύνω το βάρος του νοήματος του σημειώματος κατά πρώτον και κατά δεύτερο να δώσω μία «glamorous» πινελιά όπως συνηθίζεται τώρα σε παρουσιάσεις, ταρατατζούμ, παρελάσεις και «events». Τέλος πάντων, ζητώ συγγνώμη γι αυτή την αυθαιρεσία μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: