Ο δήμαρχος (28/4/2018)



Οι σκέψεις για ένα είδος λαϊκής τιμωρίας του γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο και τον βασάνιζαν μέχρι που τον ξανασυνάντησε σαν δήμαρχο. Τον λυπήθηκε βαθύτατα για τον εξευτελισμό της συνείδησής του, να καμαρώνει μέσα στο κωμικοτραγικό διάκοσμο της εξουσίας που απολάμβανε.

Υπάρχει κάτι με ένα μη υλικό τρόπο και αυτό το κάτι, αν και αόρατο, είναι κατανοητό στην σκέψη. Αποκαλύπτεται στην εσωτερική ενόραση μάλλον, παρά στην εξωτερική θέαση και συνεπώς εντυπώνεται σαν παράγοντας της εσωτερικής φαντασίας και όχι σαν εξωτερική εικόνα. Οτιδήποτε υπάρχει σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο ονομάζεται «ιδέα». Είναι μια άυλη απεικόνιση, ένα ασώματο είδος. Για τον Παντελή ήταν η τιμωρία τους. Το ερώτημα που δημιουργούνταν ήταν πώς αυτή η ιδέα μπορούσε να γίνει προσιτή στην ανθρώπινη λογική ή πως θα μπορούσε να γίνει πράξη.

Αιτία στάθηκε η αποτυχία της δικαιοσύνης να τιμωρήσει τους λεγόμενους «δοσίλογους». Γι αυτούς που είχαν πατριωτική συνείδηση, είτε είχαν συμμετοχή στην αντίσταση είτε όχι, ήταν εξοργιστικό να βλέπουν καθημερινά να αθωώνονται, να μη δικάζονται ή να μη διώκονται, πάντα με ελαφρές ποινές, διαβόητοι συνεργάτες των κατακτητών. Άνομες περιουσίες, προϊόντα εκμετάλλευσης του λαού ή εκβιασμών, ακόμα και ληστρικών επιχειρήσεων, νομιμοποιούνταν ή μετατρέπονταν σε επιχειρήσεις και επενδύσεις απολύτως νόμιμου χαρακτήρα.
Μαυραγορίτες μετατρέπονταν σε επιχειρηματίες στο εμπόριο και στη βιομηχανία, ακόμα και στον τραπεζικό τομέα. Άλλοι πάλι αρχηγοί και αρχηγίσκοι ένοπλων ομάδων, κατά κανόνα, «εθνικού χαρακτήρα», βασιλόφρονες επί το πλείστον, οι οποίοι ελάχιστα διέφεραν από τους συμμορίτες ή τους λήσταρχους του περασμένου αιώνα, τακτοποιούνταν στο νέο στράτευμα. Όλοι αυτοί εκμεταλλεύτηκαν την εμφύλια τραγωδία και ντύθηκαν με τα αντικομουνιστικά ρουχαλάκια που μοίραζε το παλάτι, ο ανώτερος κλήρος, το επίσημο κράτος και οι σύμμαχοι.

Χρόνια μετά ανάστησαν τα κεφαλάκια τους, με τους νηπιακούς εγκεφάλους, αισχροί, απαίσιοι και άθλιοι. Πίστεψαν ότι η κοινωνία είχε αλλάξει τόσο ώστε κανένας πια δε θυμόταν ούτε τους ίδιους ούτε τα έργα τους. Κυρίαρχη η ευτέλεια, η επίδειξη και η έκθεση. Η παρακμή, η φθορά και η φθίση.
Αυτή η αθλιότητα τους έπεισε ότι μπορούν, αυτά τα σκουλήκια, να ξαναβγούν στο φως, να κυριαρχήσουν και πάλι, να απολαύσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. πολλοί απ’ αυτούς με θησαυρούς, άνομα αποκτήματα της εποχής που μεσουράνησαν σαν όργανα και ενεργούμενα των κατακτητών. Έκαναν λάθος; Ή μήπως όχι, όπως αποδείχθηκε;

Η σιγουριά που του έδινε το αξίωμά του ήταν ολοφάνερη. Ήταν σίγουρος ότι δεν τον θυμόταν κανείς. Είχε καταφέρει να αλλάξει όλα τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Η εξέγερση και ο εμφύλιος είχε δώσει την ευκαιρία σε πολλούς προδότες που προσχώρησαν στο νέο βασίλειο να εξαφανίσουν την ταυτότητά τους. Σκοτώθηκε εκεί, θάφτηκε εκεί κλπ. Το κράτος του βασιλιά και το παρακράτος του, τους ήθελε όλους, τους χρειαζόταν. Έπρεπε κιόλας να τους ανταμείψει για τις υπηρεσίες που προσέφεραν.

Τον θυμόταν, κρατούμενος και ο ίδιος  σαν σαλταδόρος, ολοζώντανο στα κελιά της Κοραή με τη γερμανική στολή του, να βασανίζει ένα γέρο, ήταν δεν τότε δεκαπέντε χρονών. Ο γέρος άντεξε ώρες στα χέρια του, ξεψύχησε αφού τον έφτυσε. Δεν ήξερε το όνομά του, ούτε γιατί τον βασάνιζαν. Τα μούτρα του δήμαρχου όμως δεν τα ξέχασε ποτέ.

Ο εμφύλιος και οι συνέπειές του, στερέωσαν τα νέα προσωπεία των προδοτών. Ο αντικομουνισμός, το παλάτι, η διαφθορά και οι σύμμαχοι έδωσαν την ευκαιρία σε αυτούς να γίνουν η αιχμή της νέας ιθύνουσας τάξης σε πάρα πολλούς τομείς.
Αφού ξεκοκάλισαν τη λεγόμενη «βοήθεια» και τα «σχέδια ανασυγκρότησης» άρχισαν να πιάνουν ένα-ένα τα πόστα στο κράτος. Οι απόγονοί τους, ποτισμένοι πέρα έως πέρα με την ιδεολογία των γονιών τους, έγιναν οι στυλοβάτες του μετεμφυλιακού κράτους, η άρχουσα τάξη. Βιομήχανοι με τα κλεμμένα λεφτά της βοήθειας ή των «παγωμένων πιστώσεων», καθηγητές στα πανεπιστήμια, μεγαλοδικηγόροι και γιατροί, ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι, μεγαλοστελέχη στις τράπεζες.
Ο θεός του φασισμού απλώθηκε παντού, η επιρροή τους μόλυνε όλον τον ιστό της κοινωνίας. Δεύτερη και Τρίτη γενιά ακολούθησε. Η χαριστική βολή δόθηκε με το κράτος της χούντας που από αυτούς γεννήθηκε και ανδρώθηκε.

Πήρε χρόνια να τον ξανασυναντήσει. Στα χρόνια της χούντας. Δήμαρχος διορισμένος τον κάλεσε για τις επισκευές στο παλιό δημαρχείο όταν ολοκληρώθηκε το νέο κτήριο.
-«Είμαι ο δήμαρχος», του είπε με ύφος δέκα Φαραώ, καθισμένος στο θρόνο του, στο κατάμεστο γραφείο με λάβαρα και άλλα στολίδια της εξουσίας. Με δύο ελληνικές σημαίες, ο άθλιος, μια δεξιά του και μια αριστερά του.
Τον κοίταζε και του μιλούσε με διάχυτη την συγκαταβατική ανωτερότητα του ύφους, όπως ταιριάζει σε έναν πνευματικά και κοινωνικά εξελιγμένο άτομο, όταν συνδιαλέγεται με ένα λαϊκό και αμόρφωτο υποκείμενο. Μετά τη συνάντηση αυτή ο Παντελής έψαξε και διάβασε και ψήφιζε πια αριστερά, όπως βεβαίωνε ο ίδιος στους πολύ δικούς του, όσους τον πιστεύανε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: