Πολιτική επίπλωση. Ο καναπές (31-3-2018)



Ο φίλος μου ο Παντελής, οι παλαιοί αναγνώστες θα τον θυμούνται, γινόταν έξαλλος όταν ανακάλυπτε ότι έγραφα για ασήμαντα, κατά τη γνώμη του, πράγματα. Τόνιζε ότι στο βάθος της ιστορίας είμαι ένας βλάκας, αφού μπορώ να γράφω για σπουδαία και δύσκολα θέματα «...και όμως εσύ θες να κουκουδιάζεις...», δική του έκφραση για τα ασήμαντα πράγματα, για κείνον, τηγάνια, σκαλιά, κομοδίνα κλπ, τα οποία, όπως έλεγε, τα γνωρίζουν όλοι πολύ καλά και δεν υπάρχει καμία πραγματική ανάγκη να ασχολούμαι. «Κουκουδιάζω» σήμαινε για τον Παντελή ότι πολυλογείς για ανόητα θέματα, κυρίως για τον σοσιαλισμό και για το ΚΚΕ.
Ο Παντελής ήταν βασιλόφρων, δεξιός μέχρι τα κόκαλα, αλλά κάποια εποχή, μεγάλος σε ηλικία πλέον, είδε ένα όνειρο και άλλαξε κοσμοθεώρηση, έγινε αριστερός, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Μάταια διαμαρτυρόμουν, ότι δηλαδή αυτά είναι τα θέματα που μου αρέσουν, τα απλά, καθημερινά, και για τα οποία ενδιαφέρονται όλοι, έστω από περιέργεια. Επέμενε όμως ότι «...αφού μπορείς να γράφεις για τα δύσκολα, αυτό πρέπει να κάνεις....». Επειδή ήξερα ότι στο βάθος θα ήταν πολύ ευχαριστημένος εάν έγραφα κάτι για τον Βασιλέα ή για το Πριγκιπόπουλο, συνέχιζα την αντιδραστική, όπως έλεγε στάση μου, λέγοντάς του ότι οι σπουδαίοι δεν μ’ ενδιαφέρουν κι ότι κανέναν απ’ αυτούς δεν γνωρίζω, πόσο μάλλον δεν κάνω παρέα, αλλά και ότι δεν με ενδιαφέρουν. Η κατάληξη ήταν πάντα ίδια σε τέτοιες κουβέντες: «...γι αυτό είδαμε την προκοπή σου και το χαΐρι σου...» μου απαντούσε. Ένας από τους μεγαλύτερους καυγάδες μας, ο σπουδαιότερος δηλαδή, έγινε όταν διάβασε ένα μισοτελειωμένο γραφτό που πήρε το μάτι του πάνω στο τραπέζι που συνήθως έγραφα. Αφορούσε στον Κοκό και τη Μαμά του. Κάναμε χρόνια να ξαναμιλήσουμε γιατί μεσολάβησε το διάστημα της Χούντας όπου τόσο αυτός όσο και ‘γω είχαμε άλλες δουλειές.

Οι καναπέδες και η μεγάλη οικογένειά τους, ντιβάνια, πάγκοι, κασέλες ή ντιβανοκρέβατα, άσχετα με την αισθητική τους γένεση, και μόνο με τη δύσκολη γλώσσα της μορφής, μαρτυράνε ή καλύτερα ομολογούν τους κοινωνικούς στόχους ή τις επιδιώξεις των ανθρώπων που τους επιλέγουν και τους χρησιμοποιούν.
Η αναζήτηση αυτή είναι πιο εύκολο να αποκαλύψει αυτό που κρύβει η πολυθρόνα, η καρέκλα ή το σκαμνί. Αυτά καλύπτουν τα εξής: η πολυθρόνα, τις προσμονές ή τις επιδιώξεις του ατομισμού ή της κυριαρχίας, η καρέκλα τη μοναξιά, φοβική ή όχι και τέλος τα σκαμνιά  την άτολμη ομολογία ενός λανθάνοντος ασκητισμού, μιας απόσυρσης που πηγάζει από την κοινωνική απόρριψη ή την αποτυχία.
Στην εξοχή, μακρυά από τις πόλεις, σε αντίθεση με τον καναπέ, στα κράτη της Μεσόγειας Θάλασσας, μπορεί κανείς ακόμα να δει πεζούλες σε αυλές αλλά και σε κοινούς και δημόσιους χώρους. Ακόμη και σε βίλες ή εξοχικά αγροτόσπιτα οι πεζούλες παίζουν τέτοιους  ρόλους ακόμη. Η απλότητα του χτιστού, το ντύσιμο με χρωματιστά κιλίμια ή κουρελούδες, όπως ξιπασμένα αποκαλούμε στην πατρίδα μας τα μικρά αυτά αριστουργήματα. Η αισθητική του λαϊκού πολιτισμού, όταν υπήρχε ακόμα, η υπομονή και νοικοκυροσύνη των γυναικών αλλά και η οικιακή οικονομία έξω από την κατανάλωση. Ένας πανάρχαιος πολιτισμός που η εύνοια της γεωγραφίας του επέτρεψε να αναπτυχθεί σε μεγάλο μέρος στο ύπαιθρο.
Ο καναπές, όποιος κι αν είναι ή όπου κι αν βρίσκεται, όπως και τα πολιτικά κόμματα, όσο ελκυστικός κι αν είναι, όση άνεση κι ευχαρίστηση κι αν υπόσχεται, στο τέλος θα αποδειχθεί το πόσο δεσμευτικός για τον καθήμενο είναι. Είναι άχρηστος γιατί δεν μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα και το περιβάλλον. Το αντίθετο συμβαίνει, δηλαδή το περιβάλλον καθορίζει τη μορφή, το είδος και τη χρήση του. Ο καναπές είτε βρίσκεται στον παράδεισο, είτε στην κόλαση, είναι άχρηστος και φθοροποιός για τον άνθρωπο που κάθεται πάνω του. Θα είναι βλάκας με περικεφαλαία όποιος πιστέψει ότι ο τάδε καναπές είναι καλύτερος από τον δείνα.
Μια κοινωνία που χρησιμοποιεί μηχανές και όπλα ουδέποτε θα γίνει ανθρώπινη ή αταξική. Τα μικρά μυαλά ερμηνεύουν τις σκέψεις των μεγάλων διανοητών, μη γνωρίζοντας τίποτα για τις διαδικασίες και το χώρο, κυρίως όμως όσα συμβαίνουν στον ανθρώπινο νου.

Ο σύγχρονος αστικός καναπές γεννιέται σαν ανάκλιντρο στην αρχαία Ελλάδα ή σαν «κονόπιουμ» στην αρχαία Ρώμη. Στην ελληνική λέξη κυριαρχεί η δυνατότητα στήριξης της πλάτης του καθήμενου ενώ στη ρωμαϊκή ο εξοπλισμός του επίπλου με λεπτό πέπλο για την προστασία από τα κουνούπια. Σαν καναπές έρχεται στην ελληνική γλώσσα από την γαλλική. Είναι σε όλους γνωστό ότι η ελληνική αστική τάξη είχε σαν δασκάλα και πρότυπο την αντίστοιχη γαλλική. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και ανιχνεύεται στους τρόπους και στις συμπεριφορές μέχρι σήμερα, παρ’ όλη την επικράτηση της Σαξο-προτεσταντικής ευγένειας. Μπορεί να διαβαστεί χωρίς τύψεις και σαν Σεξο-προτεσταντική άποψη της συμπεριφοράς, αφού είναι από τα βασικότερα έπιπλα πάνω στο οποίο εκτίθεται σε άπειρες, πλαστικές βέβαια, στάσεις το γυμνό σώμα των εμπορευματοποιημένων γυναικών και ανδρών. Στην Ισπανία και την Ιταλία ο καναπές περνάει σαν Σοφάς, κυρίως από τα αραβικά μαξιλάρια (soffah) μέχρι το βαρβαρικό couch των Αγγλοσαξόνων. Βέβαια, οι ανώτερες τάξεις, σε όλο το δυτικό κόσμο αλλά και σε αυτούς που τους μιμούνται, διατηρούν τη γαλλική λέξη με τονισμό στη λήγουσα, καναπέ, υπογραμμίζοντας έτσι μια πολιτισμική παιδεία φινέτσας και τρόπων. Είναι απαραίτητο σε αυτό το σημείο να προσθέσουμε το συσχετισμό του καναπέ με το τουρκο-πέρσικο ντιβάν που μπορεί με σιγουριά να αναγνωριστεί σαν μέλος της οικογένειας τόσο των καναπέδων όσο και των κρεβατιών. Ίσως είναι η ύπτια ή η ημι-ύπτια στάση του σώματος που κάνει γέφυρα και ενώνει τους καναπέδες με τις κλίνες μέσω του ντιβανιού.

Η έλλειψη καλλιέργειας με όποια μορφή κι αν εμφανίζεται, γνωστική, κοινωνική ή και πολιτική είναι εύκολο να αναγνωριστεί με τη μελέτη του μικροαστικού οικιακού περιβάλλοντος που το στολίζουν τα έπιπλα όπως αυτό εξελίχτηκε στην παρτίδα μας μετά το τέλος του εμφύλιου. Τέτοιες μελέτες και αναζητήσεις είχαν κοινή καταδίκη, τόσο από τους δεξιούς όσο και χειρότερα από τους αριστερούς. Χειρότερα βέβαια, γιατί η αριστερά υποτίθεται ότι είναι και πιο διαβασμένη σε σύγκριση με τη δεξιά που η κουλτούρα της δύσκολα υπερβαίνει τον κοσμοπολιτισμό των περιοδικών και των ταξιδιών για shopping με το τούρκικο σίριαλ που συγκρούεται ανηλεώς στους δεξιούς εγκεφάλους με τη χρυσαυγήτικη νοοτροπία που βασιλεύει σ’ αυτό το περιβάλλον.
Πώς χώρεσε η ακαλαισθησία με λεζάντα «Λουί κατόρζ» ή «σέζ» έως και «Λουί μπεζ» στα δυάρια και τριάρια της Κυψέλης και του Παγκρατίου; Είναι ένα μαθηματικό και φυσικό παράδοξο που θα μείνει άλυτο ανά τους αιώνες. Το ίδιο άλυτο, σαν πρόβλημα, είναι η μετατροπή του μικρο-ιδιοκτήτη σε αστό περιωπής, χωρίς έστω ιστορικίστικες συνθήκες αλλά με το υπέροχο εύρημα της αντιπαροχής. Εύρημα αντάξιο μιας επανάστασης που μετέτρεψε το φουκαρά οικοπεδούχο ή τον αντίστοιχο μάστορα σε μικροαστό και πολιτικό πελάτη, ψηφοφόρο δηλαδή, μιας βάρβαρης δεξιάς, ανελέητης και κυρίως ανίκανης να αντιγράψει έστω έναν υποτυπώδη καπιταλισμό.

Ο καναπές σχετίζεται με βασικές δραστηριότητες του ανθρώπου της πόλης ανάλογα με το στίγμα του στην ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας. Τέτοιες δραστηριότητες είναι η κοινωνική επικοινωνία, ο έρωτας, το διάβασμα και ο ύπνος και μετά τα χρόνια που κυριάρχησε η τι-βί, σαν κάθισμα φαγητού, κυρίως βραδινού, με χαρακτήρα πρόχειρου τσιμπήματος ή κάλυψη της πείνας των οπαδών που παρακολουθούν αθλητικά γεγονότα, παρεχόμενα σε αφθονία. Είναι έπιπλο που αντανακλά στο κοινωνικό περιβάλλον, πλήθος πληροφοριών ίσως της περισσότερες για τον καθήμενο.

Ο Παντελής, σαν παράδειγμα, όσο ζούσε, ήταν οπαδός ενός επαρχιώτικου συντηρητισμού, δηλαδή αγροτικού, το πολύ μεταπρατικού. Η αριστεροφοβία του, η θρησκολαγνεία της υποταγής, ο δανικός μεγαλοϊδεατισμός από τους κληρονόμους των Κοτζαμπάσηδων που εξελίσσονταν σε μικροαστούς, την μαθησιακή και κοινωνική στέρηση που μασκαρεύεται σε ξιπασιά και καταναλωτική μανία. Συνήθως όλο αυτό το συνονθύλευμα μαζεύεται σε ένα δήθεν πατριωτικό πακέτο με άσπρες και γαλάζιες κορδέλες. Με τρόπο μαγικό αυτή η «σαλάτα» μετατρέπεται σε εθνικιστική παγίδα με τη μορφή επιτραπέζιου παιχνιδιού συναναστροφής. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τις πασχαλινές Χουντικές ευχές που υπήρχαν σε όλα τα μέσα μεταφοράς, όπου το γαλάζιο αυγό τσάκιζε το κόκκινο στο πασχαλινό τσούγκρισμα, υπογραμμίζοντας το μήνυμα της αγάπης, η οποία μετατρεπόταν σε βία λόγω των κινδύνων.
Το κύριο χαρακτηριστικό της εγκαθιδρυμένης εξουσίας ενός συντηρητικού καθεστώτος ή της κοσμοαντίληψης που το συνοδεύει είναι το ότι δεν θα αρκεσθεί σε μία νίκη πολιτική ή ακόμη και στρατιωτική, αλλά θα προχωρήσει, εφόσον μπορεί, με κάθε μέσο, ακόμη και στη φυσική εξόντωση του ηττημένου αντίπαλου. Ο τελευταίος θα έχει ακόμα σκληρότερη τύχη, αν ο συντηρητικός νικητής έχει και μεταφυσική κάλυψη ενός κλήρου με αντίστοιχη αντίληψη.
Οι μικροαστοί ουδέποτε υπολογίζουν τον κίνδυνο αυτό και δεν μάχονται όταν αυτό είναι απαραίτητο. Πιστεύουν στην ευφυία τους ή στο χρήμα τους, στην ουσία, όπλα ανίσχυρα για να αντιμετωπίσουν κινδύνους τέτοιας ποιότητας. Στα ιστορικά παραδείγματα που είναι διαθέσιμα για τέτοιες μελέτες, σχεδόν πάντοτε, οι μικροαστικές ηγεσίες αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο πολύ αργά ώστε να είναι εφικτή η αντιμετώπισή του. Ιδιαίτερα σήμερα με την πλημμύρα των ασιατικών και άλλων δογμάτων, τα οποία διατίθενται με τις αρχές του μάρκετινγκ και του καταναλωτισμού, ενισχύεται η διάχυτη σύγχυση, υπερτονίζεται ο ατομισμός και η κοινωνική συλλογικότητα διαλύεται. Η απολίτικη άποψη θεωρείται εξελιγμένη. Κυριαρχούν η εξυπνάδικη γνώση της ιστορίας, αρχαίας και σύγχρονης, συμπεριφορές που φανερώνουν μια ανικανότητα ακόμα και για ένα ευρωπαϊκό παπαγαλισμό. Μια εχθρότητα και αντιπαλότητα στη δημοκρατική εξέλιξη και γενικά στην οργανωμένη κοινωνία και στην πολιτική. Μια έμπρακτη άρνηση στην κοινωνική δικαιοσύνη.

Αυτή η δεξιά που επικράτησε με τη στρατιωτική νίκη της στον εμφύλιο κατάφερε να εμβολιάσει με τις αρχές της, λόγω των πολλών χρόνων που κυβέρνησε και αυτούς που επιθυμούσαν μια αλλαγή και να τους μεταλλάξει σε πρότυπα χειρότερα από την ίδια. Το ίδιο συνέβει και με τα αριστερά κομμάτια που έρμαια πλέουν διασπασμένα από την μανία του αρχηγισμού και του ατομισμού στο πέλαγος της Πλάνης και της ευκαιριακής μεταμφίεσης της πολιτικής.
Το πιο αντιδιαλεκτικό κομμάτι της ελληνικής πολιτικής σκηνής ήταν, τελικά, το κομμάτι που βασιζόταν και υπεράσπιζε τη διαλεκτική αναζήτηση. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Παντελής πέρασε στην αριστερά, τόσο εύκολα, εξαιτίας ενός μεσημεριάτικου ονείρου στον υπνάκο που πήρε στον καναπέ του σαλονιού του.

ΥΓ. Δεν παρέλειψα τα μικροαστικότατα καναπεδάκια των πάρτις και των κοκτέιλς. Το επέβαλε  η δέσμευση των τριών σελίδων που έχω βάλει από μόνος μου, θέλοντας να διατηρήσω τους ελάχιστους που με διαβάζουν.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: