Η Παρέα της Κέας[1]



Υπάρχουν τόποι μαγικοί. Για μερικούς από αυτούς είναι εύκολο να εξηγήσεις το γιατί, οπότε χάνουν τη μαγεία τους και γίνονται μονάχα όμορφοι και επιθυμητοί. Οι άλλοι, χωρίς εξήγηση, μένουν απλά μαγικοί. Το μάγεμα δεν οφείλεται μόνο στην ομορφιά του τόπου αλλά και  στους ανθρώπους που ζουν εκεί. Φαίνεται όμως, από το ανεξήγητο ή παράλογο συναίσθημα που προκαλούν, ότι η μαγεία τους οφείλεται και στο ότι συμμετέχουν πολλές φορές και τ’ ασώματα, οι σκιές και τα νοερά όντα που συχνάζουν σε τέτοια μέρη. Ένας τέτοιος τόπος ήταν και το Βουρκάρι της Τζιάς, ήταν, λέω, γιατί τώρα το ‘χασε το μάγεμα.
Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί έχουν φύγει οι περισσότεροι από τη ζωή και οι σκιές το εγκατέλειψαν από τότε που γέμισε μαγαζιά, το ‘να μετά το άλλο. Παλιά υπήρχαν 2-3 μαγαζάκια, άλλο πράγμα όμως. Τα προσφερόμενα ήσαν ελάχιστα, στην καλύτερη περίπτωση, μια φέτα-τσιγαρόχαρτο από λόζα ή αν ο Μίμης είχε κάνει ψάρια, καναδυο μαρίδες. Αυτός ήταν ο μεζές του ούζου.
Τώρα προσφέρονται φραπέ, φρέντο και μοχίτο και η άσχετη, λέξη κι αυτή, αστακομακαρονάδα.

Στο πρώτο χάραμα, πριν ροδίσει, σμίγουν τ’ αεράκια της θάλασσας και των δέντρων. Όταν μετά φέξει και βγει ο ήλιος χάνονται οι ξεχωριστές μυρωδιές και γίνονται  μια μοναδική. Όταν φυσάει από το πέλαγος, τα νερά μέσα στον κόλπο, σαν να ζηλεύουν την ανοιχτή θάλασσα, το αθόρυβο σάλεμα του νερού γίνεται κυματάκια και παφλασμοί.
Για να ολοκληρωθεί αυτή η αίσθηση δεν χρειάζονται περισσότερο από πέντε-έξι λεπτά. Το μυστήριο εξαφανίζεται, όλα διακρίνονται και γίνονται πραγματικά, χάνονται τα φαντάσματα. Έτσι το θυμόταν το Βουρκάρι, ξένος αυτός, πρόσφυγας από την πόλη.
Γι’ αυτά του είχε πρωτομιλήσει ο ψαράς ο Αντώνης, Καπετάνιο τον φωνάζανε. Δεν τον πίστεψε, οι ναυτικοί λένε πολλά παραμύθια. Με τα χρόνια τ’ άκουσε κι από άλλους για τα φαντάσματα.
Συμφωνούσαν όλοι όσοι τους είχαν αντιληφθεί ότι τα φαντάσματα μιλούσαν μεταξύ τους μια άγνωστη γλώσσα που είχε όμως που και που λέξεις δικές μας. Άργησε πολύ να καταλάβει ότι τα φαντάσματα ήσαν Κείοι, φημισμένοι από το παρελθόν. Ίσως πάλι να μην κατάλαβε τίποτα, πολλές φορές καταλαβαίνουμε ό,τι θέλουμε να καταλάβουμε. Είναι σίγουρο όμως ότι όταν φανερώθηκαν σ’ αυτόν μιλούσαν αρχαία Ελληνικά.

Την παρέα στο Βουρκάρι συνέδεε η κοινή καταγωγή, ήσαν όλοι Κείοι, αλλά τους συνέδεε και η φήμη που είχαν. Οι λιγότερο διάσημοι ένιωθαν κολακευμένοι από την παρέα που τους αποδεχόταν, οι πολύ διάσημοι τους έβλεπαν με συγκατάβαση. Ο απλός κόσμος άφαντος.
Υπήρχαν και άλλες σκιές με περιορισμένη τοπική φήμη που δεν τολμούσαν να πλησιάσουν. Καλόφημοι και κακόφημοι, απλά παραβρίσκονταν. Παράμερα, προς τις καλαμιές των Αγίων Αναργύρων. Ο γιατρός που παρίστανε τον σουλτάνο του νησιού. Ο φιλοναζί κατοχικός δήμαρχος, ο οποίος στην Κατοχή ανάγκασε τους Τζιώτες να γονατίσουν στην κεντρική πλατεία της Ιουλίδας ενώ το γραμμόφωνο έπαιζε τον ιταλικό εθνικό ύμνο, και ενώ ο ίδιος στεκόταν στο αριστερό μπαλκόνι με την ιταλική σημαία, ίδιος κορδωμένος Μουσολινάκος, ή ο άλλος, που στο Λαύριο βάφτισε ένα άτυχο παιδάκι «Αδόλφο», ένας αρχικουτσομπόλης, που παρίστανε τον λόγιο συγγραφέα, ενώ βρισκόταν σε μόνιμη σύγχυση μεταξύ ιστορίας και κουτσομπολιού.
Είναι τεράστια η δύναμη αυτών που φτιάχνουν τις φήμες, καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα. Η φήμη σε ακολουθεί παντού. Και στο θάνατο.
Έτσι γνωρίζουμε, από τη φήμη δηλαδή, και ξεχωρίζουμε μόνο ορισμένους από τον άπειρο αριθμό ανθρώπων που έχουν  υπάρξει πριν από εμάς. Να μην συγχέεται, βέβαια, η φήμη με την ιστορία που είναι, ας πούμε, μια «επιστημονικά» και λογικά τεκμηριωμένη όψη της φήμης.
Η σχέση φήμης και ιστορίας φανερώνει και τη δύναμη που έχουν αυτοί που φτιάχνουν τις φήμες. Αυτοί είναι άνθρωποι κυρίως του λόγου. Η φήμη, σαν λέξη, από το ρήμα φημί, που σημαίνει «κάνω κάτι γνωστό λέγοντάς το». Έχει κοινή ρίζα με το «φάω», που σημαίνει «φωτίζω κάτι». Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η απόδοση μιας αρνητικής  ή ψεύτικης όψης της έννοιας: «φωτίζω κάτι για να αποσπάσω την προσοχή από κάτι άλλο ή ψεύδομαι».
Η φήμη υφαίνεται όταν η δημοσιοποίηση γεγονότων (αληθινών ή πλαστών), ή ο τρόπος ζωής κάποιου εν ζωή, σε σπάνιες περιπτώσεις και μετά θάνατο, εξυπηρετεί τα σχέδια και τους στόχους μιας οργάνωσης, ομάδας ή μερίδας ανθρώπων ή ακόμη και ενός προσώπου μόνο. Μισθώνονται ή αγοράζονται οι παραμυθάδες, εκπαιδευμένοι και πολύπειροι στην ύφανση της φήμης. Ο στόχος τους είναι ο στόχος του εντολέα τους, πολλές φορές όμως πηγάζει από την βλακεία, το μίσος, τον φθόνο και τη ζηλοτυπία και από οιοδήποτε από τα «ευγενή» συναισθήματα που καλλιεργούνται στο ανθρώπινο θυμικό. Άλλες φορές οι φήμες εξυπηρετούν πιθανές αιτίες για να εξηγηθεί λογικά η δράση ορισμένων ανθρώπων. Σπάνια η φήμη είναι καθ’ ολοκληρία αληθής.
Η δομή της φήμης είναι οριζόντια και κάθετη, γι αυτό μοιάζει πάρα πολύ με το ύφασμα. Οριζόντια ώστε να καλύπτει τους σύγχρονους και κάθετη ώστε να διαρκεί στο χρόνο. Κρουστή ή αγανή. Από τα στημόνια είναι δύσκολο να δει κάποιος την αλήθεια. Αλλά ούτε τα υφάδια αφήνουν κάτι να διαφαίνεται άμεσα αν έχουν αραιή ύφανση.
Πάρα πολλοί μύθοι τυλίγουν τους ανθρώπους για χρόνια, αιώνες. Στη διάρκεια των χρόνων, άλλοι παραμυθάδες, άλλοι επαγγελματίες μισθωμένοι από τα ίδια σινάφια, ή άλλοι, ερασιτέχνες, απλοί εθελοντές, μπαλώνουν ή ενισχύουν το διχτυωτό. Έτσι ο ιστός αυτός καλύπτει μεγάλο μέρος αυτού που λέμε ιστορία. Ο ιστός της ροής των αλλαγών των γεγονότων και των νοημάτων τυλιγμένος από το δίχτυ των παραμυθάδων.
Είναι γνωστό σε ορισμένους, όπως συνήθως συμβαίνει να γνωρίζουν λίγοι,  όπως είναι και φυσικό εξάλλου, στον κάτω κόσμο υπάρχουν ταξικές διαφορές.  Οι θεολόγοι και ο κλήρος το αρνούνται και η επίσημος θρησκεία επίσης. Οι καλοί με τους καλούς και οι κακοί χώρια, εξηγούν απλά τα πράγματα.
Είναι αλήθεια, όμως, ότι υπάρχουν τάξεις και διαφορές, προνόμια και αδικίες. Ακριβώς όπως στον κόσμο των ζωντανών. Είναι ελάχιστα αυτά που ισχύουν για όλες τις τάξεις, τα κοινά ας πούμε. Καταρχάς, όλοι, όπου κι αν ανήκουν, δεν έχουν ανάγκη τροφής, ένδυσης, αποκτημάτων και δεν μπορούν να υπογράφουν συμβάσεις ή ν’ ανήκουν σε πολιτικό σχηματισμό ή κόμμα. Ούτε πρέπει να πειθαρχούν σε κοσμικούς νόμους, παρά μόνο στους θείους. Δεν έχουν βάρος και έτσι δεν κουράζονται και έτσι δεν κάθονται, δεν κάθονται σε καθίσματα παρά μόνο για την απόλαυση του καθίσματος ή της ξάπλας. Τέλος, δεν έχουν ελευθερία βούλησης. Απλά, έλκονται απ’ όσα τους έδιναν ευχαρίστηση, ηδονή ή πόνο όσο ζούσαν. Επιθυμίες, φόβους, γενικώς συναισθήματα, έχουν όπως οι ζωντανοί, εκτός από ελπίδες. Τα ίδια κίνητρα που τους οδηγούσαν στη γήινη ζωή, χωρίς όμως βούληση και δράση. Μόνο μία χωρίς έλεγχο έλξη ή απώθηση.
Οι τάξεις του κάτω κόσμου πολλές, κάτι σαν συντεχνίες, που δεν ορίζονται από το επάγγελμα αλλά από τις συμπεριφορές. Οι ψεύτες με τους ψεύτες, οι κλέφτες με τους κλέφτες, οι πόρνοι με τους πόρνους. Μόνο η τάξη των διανοούμενων και των καλλιτεχνών διαφέρει, σ’ αυτήν ανήκουν όλοι όσοι ασχολήθηκαν με τη σκέψη ή την τέχνη στη διάρκεια της ζωής τους.
Με αυτή την οργάνωση οι τάξεις του κάτω κόσμου ορίζονται με κριτήρια που αφορούν στους τρόπους και τις συμπεριφορές κι όχι τα πλούτη ή τα επαγγέλματα. Θα ρωτούσε κάποιος πώς προκύπτουν τα προνόμια, γιατί υπάρχουν και τέτοια, και γιατί υπάρχουν οι διαφορές των δικαιωμάτων. Αυτά καθορίζονται από αυτό που ακολουθεί τους ανθρώπους στη ζωή αλλά και μετά τον θάνατό τους: από τη φήμη. Είναι ελάχιστοι αυτοί που την αποκτούν μετά θάνατο. Η φήμη κάνει τη διαφορά. Σε ακολουθεί παντού. Από αυτή φτιάχνουν τους καταλόγους των προνομίων, των δικαιωμάτων αλλά και των ποινών, γιατί υπάρχουν και αυτές.
Μ’ αυτή τη φήμη «ζει» κανείς και ζωντανός και πεθαμένος. Αυτό πολλοί το υποψιάζονταν, το δίδασκε μόνο ο Επίκουρος «...λάθε βιώσας...», δηλαδή, να μην σε πάρουν χαμπάρι.
Την παρέα των πολύ φημισμένων αποτελούν ο μέγας Σιμωνίδης και ο Ερασίστρατος με τα «κλαν» τους (όπως θα λέγαμε σήμερα). Συμπληρώνει ο Πρόδικος, μόνος, χωρίς αυλή, όπως και έζησε. Ο στρατηγός Θηραμένης βρίσκεται ανάμεσα στους πολύ και λίγο γνωστούς. Υπάρχουν και οι άλλοι, που η φήμη τους δεν είναι ικανή να τους κάνει γνωστούς στα λαϊκά στρώματα, όπως οι γιατροί Μηδίας, Κλεόμβροτος και Κλεόφαντος, θείος πατέρας και αδερφός του Ερασίστρατου. Και ο Πανθείδης, ο ποιητής Βακχυλίδης, ο φιλόσοφος Αρίστων και ο σοφιστής και μουσικός Πυθοκλείδης. Ο Σιμωνίδης ο νεότερος και, τέλος, ο τριήραρχος Στησίλεος, για τον οποίο λεγόταν ότι ήταν πηγή της αντιδικίας μεταξύ του Θεμιστοκλή και του Αριστείδη του δίκαιου, οι οποίοι ήταν ερωτευμένοι μαζί του και τον διεκδικούσαν ο καθένας για τον εαυτό του.
Όλοι αυτοί περιμένουν ήρεμα, ίσως μάταια, με τη σειρά τους, να μνημονευτούν σε κάποιο σύλλογο ή σωματείο των σύγχρονων. Κυρίως όμως αυτοί που είναι κοντά στην αντίληψη του σύγχρονου τεχνοκράτη και υπηρέτη της εξουσίας, όπως το κλαν των γιατρών και ο Θηραμένης και οι άλλοι πολιτικοί. Τόσο ισχυρό είναι ακόμη το κύρος και το γόητρο, παρά τους αιώνες, ώστε αυτοί που εκλέγονται σε συλλόγους ή σωματεία που επωνύμως αναφέρονται σε φημισμένους Αρχαίους, αποκτούν άλλον αέρα και ύφος μετά την εκλογή τους.
 Είναι γνωστό, και καθόλου παράδοξο το ότι οι απόγονοι δανείζονται από τους πρόγονους τη δόξα και τη φήμη τους. Λιγότερο συχνά, δανείζονται εκτός από τη φήμη και τον πλούτο και την περιουσία των προγόνων, αλλά χωρίς να αφήνουν τίποτε απ’ όλα αυτά  στους δικούς τους απογόνους. Δηλαδή, ούτε ιστορία, ούτε φήμη, ούτε περιουσία, ούτε πλούτο. Δανεικά κι αγύριστα τις περισσότερες φορές. Είναι ελάχιστα τα ιστορικά παραδείγματα όπου οι απόγονοι έζησαν αντάξια των προγόνων ή έστω βίωσαν με αξιοπρέπεια.






[1] Η «Παρέα της Κέας» είναι απόσπασμα από ομώνυμο διήγημα του υπό έκδοση «Ο κόκκινος Βούδας».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: