2. Η υπόθεση «Πολύφημος»


Το φθινόπωρο κάθε χρόνο, η καλλιτεχνική σεζόν εγκαινιαζόταν με μια έκθεση ζωγραφικής στην αίθουσα τέχνης «Ο Πολύφημος». Η αίθουσα αυτή εκτός από χώρος εικαστικών και άλλων εκθέσεων πολιτισμού, λειτουργούσε και ως τόπος συνάντησης των κοσμικών Αθηναίων στην πρώτη καλλιτεχνική εκδήλωση μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Οι ηλιοκαμένες Αθηναίες, κυρίες και δεσποινίδες, και οι νεαροί κύριοι, αλλά και οι μεγαλύτεροι ξαναβρισκόντουσαν, μετά τα νησιά, τις κρουαζιέρες, τα εξωτερικά ταξίδια και όλα όσα συνέθεταν τότε την καλοκαιρινή ζωή. Βέβαια, στη διάρκεια του καλοκαιριού, δυο βασικές εκδηλώσεις πολιτισμού, στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο, έδιναν την ευκαιρία σ’ όλους αυτούς να βρεθούν, ν’ αλλάξουν τα νεότερα κουτσομπολιά, τα φλερτς και τα σκανδαλάκια. Ένας κόσμος τέλεια απομονωμένος από τον υπόλοιπο, παλιά τζάκια, ελάχιστοι νεόπλουτοι, και φυσικά η κοσμική διανόηση μια κι εκείνη την εποχή, μόλις πενήντα χρόνια πριν δηλαδή, η μόνη λαϊκή κουλτούρα που εκαλλιεργείτο ήταν η ρεμπέτικη μουσική.

Η αίθουσα τέχνης «Ο Πολύφημος» ανήκε σε κοσμική Αθηναία σύζυγο γνωστού πολιτικού, κι έτσι δικαιωματικά βρισκόταν στο κέντρο του κοσμικού αλλά και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος της καλής, λεγόμενης Αθήνας.

Εκείνη τη χρονιά «Ο Πολύφημος» παρουσίαζε έκθεση πινάκων ζωγραφικής ενός ονομαστού στα κατοπινά χρόνια συμπατριώτη ζωγράφου. Βέβαια, τότε η φήμη του δεν ήταν όπως η σημερινή. Άρχιζε όμως να δημιουργεί όνομα κατά πως λένε οι ειδικοί. Ο ζωγράφος ήταν από εκείνους που έκαναν όνομα και χρήματα στο εξωτερικό. Πολλοί οι καλλιτέχνες σαν κι αυτόν. Φυσικό γεγονός μια και στη χώρα μας κυριαρχούσε μια συντηρητική νοοτροπία κι αντίληψη περί την τέχνη, όπως εξάλλου και για όλα τα άλλα.
Η νοοτροπία αυτή όσον αφορά στην τέχνη την εικαστική προήρχετο, στηριζόταν και ετρέφετο από κλίκες και ομάδες που τα κέντρα τους ευρίσκονταν είτε στον κύκλο των καθηγηταράδων της Σχολής Καλών Τεχνών, είτε σ’ έναν μικρό πυρήνα εμπόρων τέχνης, ακόμη και στον περίγυρο της βασιλικής Αυλής. Οτιδήποτε νέο έπρεπε να περάσει αυτές τις Συμπληγάδες. Η κυριαρχική αυτή εξουσία ανάγκαζε τους νέους είτε να ενσωματωθούν μ’ αυτούς τους καρχαρίες κάνοντας όσους συμβιβασμούς χρειαζόταν είτε να σηκωθούν και να φύγουν στο εξωτερικό. Όσοι νέοι ενδιαφέρονταν για την τέχνη, λιγοστοί πάντα στον τόπο μας, παρακολουθούσαν τις αίθουσες αυτές αναγκαστικά, αφού ό,τι συνέβαινε, ελάχιστο, συνέβαινε σ’ αυτές.

Η απελπισία και το αδιέξοδο κάνει καμιά φορά τους ανθρώπους τολμηρούς. Η παρέα αυτή μην έχοντας διέξοδο ή διάλογο, παρά μόνον την πειθαρχημένη θητεία στη σχολή και την αυθεντία των καθηγηταράδων, πολλές φορές οργάνωνε εκδηλώσεις πολύ ανατρεπτικές για εκείνη την εποχή. Ακόμη κάνανε ενέργειες, δηλώσεις, αθώα χάπενινγκς, μικρές εφημερίδες τοίχου, κολλημένες όπως-όπως σε δέντρα ή στις παρακείμενες, των χώρων της έκθεσης, βιτρίνες. Βεβαίως πάντα κόσμια, ποτέ υβριστικά. Είχαν τον νου τους, γιατί εκείνα τα χρόνια ίσχυε ο νόμος 4000. Δεν το ‘χε σε τίποτα ο αστυνόμος να σε βουτήξει κι αφού σε κουρέψει γουλί να σε διαπομπέψει στους δρόμους συνοδεία, με μια κρεμασμένη πινακίδα στο λαιμό σου. Συνήθως τα γράμματα ήσαν κεφαλαία περιτέχνως χαραγμένα από κάποιο μπάτσο στο τμήμα, ενώ σε κούρευαν. «ΕΙΜΑΙ ΤΕΝΤΙΜΠΟΫΣ».

Έτσι, γιαουρτώματα και τα παρόμοια είχαν αποκλειστεί σαν ενέργειες.

Ο εκ του εξωτερικού προερχόμενος καλλιτέχνης, παρουσίαζε την εργασία του, η οποία ήταν πράγματι ενδιαφέρουσα, πρωτοπόρος και με περιεχόμενο φιλοσοφικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Δεν είχε βλέπετε διαφθαρεί ακόμη ο καλλιτέχνης από τον πλούτο και τη δόξα, όπως συνέβη στους μετέπειτα χρόνους.

Το φιλότεχνο κοινό, οι ειδήμονες κριτικοί κι αυτοί ακόμα οι καλλιτέχνες εθαύμαζαν την πρωτοπόρο έκθεση, μια και δε μπορούσαν, ενώ θα ήθελαν, να αμφισβητήσουν τις δάφνες που είχε απονείμει η καλλιτεχνική Εσπερία εις τον νεαρό αρτίστα.

Όπως είναι γνωστό το έθνος μας, αφού εξέπεσε έγινε έθνος μεταπρατών. Οι πάντες σχεδόν ψωνίζουν χονδρικώς εις τη Δύση και πωλούν λιανικώς στην Ανατολή, όπου μέγα πλήθος χαζοχαρούμενων αλλά και αρπακτικών πτηνών είναι έτοιμο να τσιμπήσει τη δυτική τροφή, είτε πρόκειται για κανναβούρι, είτε για πτώμα. Ουδείς έμπορος κατηγορεί το εμπόρευμά του, ό,τι Δυτικό και εκλεκτόν.

Έτσι λοιπόν τότε όλοι εθαύμαζαν, ουδείς εννοούσε, όλοι εζήλευαν. Το κοινό και οι ειδικοί έχασκαν μόνο και μόνο λόγω της έξωθεν λάμψης. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, δεξιώσεις, συνεντεύξεις και άρθρα, κριτικές υμνητικές και άλλα τέτοια υγρά και γλοιώδη, η παρέα συνέλαβε και εκτέλεσε το σατανικό της σχέδιο.

Η εργασία του νεωτεριστή καλλιτέχνη μπορούσε να αντιγραφεί ευκολότατα, μιας και η αξία της δεν οφειλόταν στη σχεδιαστική και ζωγραφική δεξιότητα, αλλά στη σύλληψη ενός νοήματος. Χρώματα άσπρο και μαύρο. Μαύρα σύμβολα, τυποποιημένες μήτρες πάνω σε άσπρο φόντο. Σύμβολα σαν κι αυτά, ή περίπου που βλέπουμε πάνω στις ξύλινες κασόνες στοιβαγμένες στα λιμάνια. Δεν είχαν τότε εφευρεθεί τα «κοντέϊνερς». Πολύ εύκολα κατασκεύασε ένα μικρό πίνακα ομοίων διαστάσεων με κάποιον που υπήρχε στην έκθεση. Από παρακείμενο ακάλυπτο χώρο, κοινό μεταξύ της γκαλερί και μιας καφετέριας στην οποία εσύχναζαν νεαροί καλλιτέχνες, ο τολμηρότερος της παρέας μπήκε νύχτα στην αίθουσα τέχνης κι αντικατάστησε τον πίνακα, χωρίς ν’ αφήσει το παραμικρό ίχνος διάρρηξης. Μέχρι σήμερα δεν έμαθα ακριβώς τον τρόπο και τη διαδικασία που ακολούθησε. Κανένας δεν αντελήφθη τη διαφορά. Ούτε ο ίδιος ο ζωγράφος. Την έβδομη ημέρα από την επιχείρηση, ο φίλος μας έστειλε τον γνήσιο πίνακα στα γραφεία μεγάλης εφημερίδας συνοδευόμενο από ολιγόλογο σημείωμα που απευθυνόταν σε πολύ γνωστό δημοσιογράφο. Εκείνος δημοσίευσε την ιστορία. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Μηνύσεις κατ’ αγνώστων, αντεγκλήσεις μεταξύ των ειδικών, δημόσιος διάλογος, στις εφημερίδες και περιοδικά, άρθρα, επιστολές, απαντήσεις, αμφισβήτηση της γνησιότητας και των υπόλοιπων έργων. Το χάος. Κράτησε περίπου μήνα, όλη η ιστορία. Η αστυνομία έκανε το παγώνι προκειμένου να ξεχαστεί η υπόθεση, παρ’ όλον ότι εγνώριζε τα πάντα, όπως αποδείχθηκε, μέσα από το τεράστιο δίκτυο χαφιέδων που διέθετε την εποχή εκείνη! Τον καιρό της Χούντας ο φίλος μας συνελήφθη και έκπληκτος πληροφορήθηκε ότι η αστυνομία γνώριζε τα πάντα.

Οι καθηγηταράδες εκάγχαζαν στα καφενεία της πλατείας Κολωνακίου, με τη γνωστή κακία της έδρας, αφού απεδείχθη ότι ο καθείς μπορούσε να φτιάξει τέτοια ορνιθοσκαλίσματα. Κάποιες «φιλότεχνες» κυρίες που είχαν σπεύσει ν’ αγοράσουν πίνακες του νεωτεριστή, με κύριο κίνητρο το γεγονός ότι το ασπρόμαυρο πάει με όλα, προσπαθούσαν να ακυρώσουν τις αγορές, αφού αμφέβαλλαν για τη γνησιότητα. Λες κι ένα πιάτο φαγητό νόστιμο και θρεπτικό θα γίνει πιο ευφραντικό αν ξέρεις ποιος ήταν ο μάγειρος. Αιώνιες αστές κυρίες. Μετά ξεχάστηκαν όλα. Μόνο στους φακέλους της αστυνομίας διατηρήθηκε. Ίσως να υπάρχει ακόμη.



Επικοινωνία: kostisdestefanos@gmail.com>