Τα πάθη και οι αναστεναγμοί της Ελένης (14/7/2018)



Όπως είναι γνωστό ο ανθρώπινος οργανισμός είναι ένα σύστημα φυσικά αυτορυθμιζόμενο. Πώς όμως ένα τέτοιο σύστημα απορρυθμίζεται και λειτουργικά ασθενεί χωρίς εξωτερική και φανερή αιτία; Από μόνο του ένα τέτοιο ερώτημα γεννάει πλήθος τέτοιων ζητούμενων.
Το κύριο ζήτημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα που είναι επιστημονικά μια εδραιωμένη θεώρηση καταντάει να απορρυθμίζεται χωρίς εμφανή και λογική αιτία και ασθενεί χρονίως. Θα πρέπει δηλαδή, ή να μην είναι αυτορυθμιζόμενο ή να υπάρχει ένα δεύτερο κέντρο, ισχυρότερο που καταφέρνει να το απορυθμίζει. Πώς όμως σε έναν οργανισμό υπάρχει δυαδική αρχή, η μία κατά φύση και η άλλη παρά φύση, προφανώς, επίκτητη.
Όλοι έχουμε ακούσει να λέγεται «νόμοι υπάρχουν αλλά δεν εφαρμόζονται». Γιατί δεν εφαρμόζονται; Τυχαία; Υπάρχουν ίσως αποφάσεις που αναιρούν για οποιοδήποτε λόγο το φυσικό πρόγραμμα αυτορύθμισης; Δημιουργούνται έτσι ερωτήματα που θα μείνουν αναπάντητα όσο χρόνο η ιατρική θα μεταθέτει στον «ψυχισμό» το φταίξιμο της δυσαρμονίας και θα αγνοεί τη φυσιολογία της αυτορύθμισης και της κυβέρνησης του οργανισμού σαν σύνολο.
Ο «ψυχισμός» φαίνεται ότι τόσο για τη θρησκεία όσο και για την ιατρική παίζει τον ρόλο του κυβερνητικού μαύρου κουτιού (black box). Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε και να αναλύσουμε την αξία του μαύρου κουτιού όπως περιγράφεται στην επιστήμη της Κυβερνητικής. Παρόλα αυτά σαν μαύρο κουτί μπορούμε να θεωρήσουμε κάθε τι του οποίου αγνοούμε την εσωτερική δομή. Γνωρίζουμε μόνον την είσοδο και την έξοδό του. Δηλαδή τα εισερχόμενα δεδομένα και τα εξερχόμενα αποτελέσματα.

Η εξωδογματική μάθηση του ανθρώπου τον βοηθά σιγά – σιγά τα μαύρα κουτιά να τείνουν προς τη διαφάνεια. Η «ψυχή» και ο «ψυχισμός», σαν μαύρα κουτιά, μένουν σκοτεινά τόσο για την θεολογία όσο και για την ιατρική όχι μόνον γιατί αγνοούμε την εσωτερική δομή τους αλλά κυρίως γιατί εξυπηρετεί αυτή η άγνωστη δομή έτσι ώστε να χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για κάθε τι που δεν γνωρίζουμε ή αποφασίσαμε να μην γνωρίζουμε.
Η ιατρική, με την μηχανιστική και συμβατική επιλογή στη θεώρησή της, αρκείται στην ύπαρξη ενός μηχανισμού με είσοδο και έξοδο και μία νεφελώδη εσωτερική δομή. Την ενδιαφέρει βασικά το σύμπτωμα που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα και όχι η όλη υγεία. Ο εργαζόμενος πρέπει να επιστρέψει στην εργασία, αδιάφορο αν είναι υγιής, ασθενής ή θεραπευμένος. Το μαύρο κουτί απλουστεύει το πρόβλημα. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η αντίληψη του ανθρώπου έχει μια δομή και χαρακτήρα που διαμορφώνεται από υποκειμενικούς παράγοντες του «εγώ». Τα συμπτώματα αποδίδονται σε αιτίες ή όργανα και θεωρούνται τόσο οι αιτίες όσο και τα όργανα αυταπόδεικτα. Είναι πιθανό όμως οι μετρήσεις να είναι μεν ορθές αλλά να μην υποδεικνύουν μια συγκεκριμένη αιτία ή όργανο. Σε ένα σύστημα αλληλοεξαρτώμενης και αυτόματης επανάδρασης είναι δύσκολο να γίνει με ακρίβεια ο καθορισμός και ο διαχωρισμός αιτίας και αποτελέσματος. Επειδή η συμβατική ιατρική θεωρεί ότι υπάρχουν αυτόνομες και ανεξάρτητες δυσαρμονίες και όχι ένας μοναδικά ολόκληρος ασθενής, δεν ασχολείται με την αλληλεξάρτηση των δυσλειτουργιών. Βρίσκεται έτσι ένας ασθενής με συγκεντρώσεις συμπτωμάτων σε διάφορα υποσυστήματα αλλά όπως τα έχει τακτοποιήσει η θεώρηση της συμβατικής ιατρικής, και γι αυτό παίρνει άπειρα φάρμακα. Η μηχανιστική θεώρηση της συμβατικής ιατρικής θεωρεί τον άνθρωπο σαν συνάθροισμα και αδιαφορεί για την ολότητα. Αυτό είναι κάτι που πολύ δύσκολα θα αλλάξει γιατί ταιριάζει με τον τρόπο που κατανοεί ο απλός και αμαθής άνθρωπος. Πολλές φορές σε ένα σύστημα εμφανίζεται ένα σύμπτωμα στη λειτουργία ενός συγκεκριμένου υποσυστήματος ενώ η αιτία ή οι αιτίες βρίσκονται σε άλλο υποσύστημα. Έτσι η φαρμακευτική αγωγή δεν επηρεάζει την αιτία η οποία συνεχίζει να δρα ανενόχλητα. Το γεγονός αυτό καθιστά τη θεραπεία αδύνατη γιατί μένει άγνωστη σαν φυσιολογία η αλληλεξάρτηση των διαφόρων συστημάτων. Οι εύκολες μηχανιστικές απαντήσεις δεν δίνουν λύση γιατί υπαγορεύονται απ’ τη δογματική και εμπειρική εξουσία που χαρακτηρίζει την σύγχρονη ιατρική.
Στην επικοινωνία υπάρχει το φαινόμενο της αποσύνδεσης. Το φαινόμενο αυτό αφορά σε γεγονότα, στοιχεία, εικόνες κλπ, συνδεδεμένα με παλαιότερα μηνύματα, κυρίως του κοινωνικού περιβάλλοντος και του πολιτισμού, τα οποία η αντίληψη δεν κατάφερε να κωδικοποιήσει, να ερμηνεύσει ή να τακτοποιήσει. Αποδεσμεύονται από το αρχικό μήνυμα και ακολουθούν μια δική τους πορεία εξέλιξης, επηρεάζοντας όμως και χρωματίζοντας το εμπειρικό και γνωστικό πεδίο. Λέξεις, εικόνες, νοήματα κα, ξεφεύγουν έτσι από την αρχική σύνδεσή τους με την κοινωνική ζωή όπως αρχικά εμφανίστηκαν και καταχωρήθηκαν στη μνήμη της «εαυτότητας» και δρουν σαν στοιχεία ανεξάρτητα. Ο κάθε άνθρωπος έχει άπειρα τέτοια σημεία τα οποία όμως γίνονται σημαντικά όταν πρωτοεμφανίστηκαν με μεγάλη πυκνότητα συναισθήματος, με μεγάλη ορμή. Ο Αμερικανός επιστήμονας Festinger χρησιμοποίησε τον όρο «ψυχολογική ασυμφωνία» (dissonance) αναφερόμενος σε μία διαδικασία αντίδρασης και κρίσης κατά τη διάρκεια της αποκωδικοποίησης μηνυμάτων για να δηλώσει την απόκλιση που υπάρχει μεταξύ της υποτιθέμενης εικόνας ενός προϊόντος, αντικειμένου ή γεγονότος και της εικόνας που μας προμηθεύει η εμπειρία. Αν η διαφορά είναι μεγάλη δημιουργούνται μια σειρά από αντιδράσεις του δέκτη, αρνητικές για το μήνυμα (μπορεί να συμβεί και το αντίθετο). Αν η διαφορά είναι μεγάλη, ο δέκτης αυθαίρετα μεταβάλλει την πραγματική εικόνα, ώστε να συμφωνεί με τα πρότυπα που χρησιμοποιεί η «εαυτότητα» ώστε να συμφωνεί με ό,τι περίμενε και να δικαιολογήσει έτσι την προηγούμενη άποψή του, μειώνοντας έτσι την ασυμφωνία. Ο μηχανισμός αυτός είναι πολύ σημαντικός και χρησιμοποιείται κατάλληλα από την προπαγάνδα, την διαφήμιση, την πολιτική εξουσίας κλπ. Δίνοντας στον δέκτη όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά ώστε να ξεπεράσει τα προβλήματα της ασυμφωνίας. Βλέπουμε έτσι ότι χρησιμοποιούνται επιστημονικές παραδοχές για το μάρκετινγκ και την προπαγάνδα ενώ στην ιατρική επικρατεί σκότος όταν το «εγώ» κάνει την ίδια εργασία προκειμένου να στηρίξει την όποια απόφαση θεωρεί ότι το συμφέρει.

Μετά τη γενίκευση της χρήσης των αντιβιοτικών και των τεχνικών μεθόδων αντιμετώπισης του επείγοντος περιστατικού, είτε πρόκειται για ατύχημα, είτε για κατάρρευση, τα περισσότερα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι είναι λειτουργικού χαρακτήρα. Τα λεγόμενα χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι ο εξωγενής ή εσωγενής παράγοντας της ανωμαλίας, συνδέεται με μία ανάγκη αόριστης χρονικής διάρκειας για να ενισχυθεί ή να ρυθμιστεί ο οργανισμός. Η σημερινή συμβατική ιατρική θεωρεί ότι αυτά τα λειτουργικά προβλήματα απαιτούν μία συνεχή ακόμα και καθημερινή λήψη φαρμάκων. Είναι φανερό ότι στα λειτουργικά αυτά προβλήματα η ανωμαλία αφορά στην ικανότητα του ανθρώπινου οργανισμού να αυτορυθμιστεί κα έτσι επιβάλλεται το γεγονός μιας ανάγκης για συνεχή λήψη φαρμάκων. Σ’ όλη τη φύση, όλες οι βιολογικές λειτουργίες έχουν αυτορύθμιση. Ο άνθρωπος σαν οργανισμός είναι ανοιχτός και αυτορυθμιζόμενος σαν σύστημα, διατηρεί τη δομική του οργάνωση απορροφώντας από το περιβάλλον ύλη, ενέργεια και πληροφορίες. Οι τρόποι με τους οποίους επιλέγονται και χρησιμοποιούνται αυτά τα απαραίτητα που απορροφούνται από το περιβάλλον αφορούν στον κάθε άνθρωπο, στην κρίση του χωριστά σαν άτομο ανεξάρτητο, κυβερνήτη του εαυτού του.
Η μεγάλη προσαρμοστικότητα του ανθρώπινου οργανισμού απορρέει απ’ το ευρύ πρόγραμμα που φυσικά διαθέτει. Πρόκειται για ένα απρόθετο, αυτόματο σύστημα λειτουργίας. Απρόθετο, με την έννοια του χωρίς ορισμένο σκοπό. Αν θελήσουμε να του αποδώσουμε στόχο, εκτός της αυτοσυντήρησης, ο στόχος αυτός είναι η προγραμματισμένη από τη φύση αυτόματη λειτουργία του σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον, εφόσον το τεχνητό περιβάλλον αλλάζει συνεχώς. Η αυτόματη αυτή λειτουργία, περιλαμβάνει τη διάθρεψη και την αναπαραγωγή, δεν περιέχει όμως λεπτομερή εξατομίκευση. Εδώ ακριβώς γίνεται και η σύγχυση με τις εντολές που υπαγορεύει το τελείως εμπρόθετο σύστημα του «εγώ» και της «εαυτότητάς» του. Ο ανθρώπινος οργανισμός γνωρίζει από τη φύση πολύ καλά το πρόγραμμά του και το τι χρειάζεται να πράξει για να το ρυθμίσει. Απορυθμίζεται όμως από τις επιλογές του «εγώ’ και της «εαυτότητάς» του. Αυτές οι επιλογές γίνονται ανάλογα με την αντίληψη και την ερμηνεία του κόσμου. Η ερμηνεία αυτή περιλαμβάνει τη γνώση, τη μάθηση, την εμπειρία κπλ. Αυτό δημιουργεί το άπειρο των περιπτώσεων. Κάθε άνθρωπος και ιδιαίτερη περίπτωση, όλοι είναι επιβάτες της ζωής αλλά ο καθένας ξεχωριστός, ιδιαίτερος, μοναδικός. Κάποιες κατηγοριοποιήσεις που αφορούν σε ταξικά, επαγγελματικά, πολιτικά και άλλα στοιχεία, μπορούν να γίνουν, αλλά ποτέ σαν  μαζική αντιμετώπιση, πράγμα που πράττει η συμβατική ιατρική. Εκτός όμως απ’ τις εκτιμήσεις για τη ζωή και τις κύριες επιλογές, υπάρχουν και άπειρες τον αριθμό μικρο-συνήθειες τρόποι ή πάθη που συμμετέχουν στην απορρύθμιση του προγράμματος. Πολλά ερωτήματα προκύπτουν από μία τέτοια θεώρηση και αφορούν στο πώς το «εγώ», σαν εμπρόθετο σύστημα επηρεάζει και απορυθμίζει το απρόθετο και αυτόματο σύστημα της αυτορύθμισης.

Καίριο ερώτημα που προκύπτει είναι το αν ο άνθρωπος έχει πράγματι έναν αυτορυθμιζόμενο οργανισμό. Τότε ποιος είναι ο άλλος που καταφέρνει να τον απορυθμίζει; Ποιος είναι ο άλλος εαυτός; Τον φυσικό αυτόματο και απρόθετο οργανισμό του τον κυβερνάει στην πραγματικότητα το εμπρόθετο «εγώ» και η «εαυτότητά» του: οι αρέσκειες και οι απαρέσκειες, τα γνωρίζω και τα δεν γνωρίζω του, τα θέλω του και τα δεν θέλω. Φαίνεται ότι ο αυτορυθμιζόμενος οργανισμός αφορά στη λειτουργία και τις πληροφορίες της εξασφαλίζει μέσω των αισθήσεων επειδή πάντα υπάρχουν αλλαγές στη ροή του χρόνου. Η μεν λειτουργικότητα είναι σταθερή αλλά η ανάγκη για συνεχείς πληροφορίες από το περιβάλλον πρέπει να εξασφαλιστεί από τις αισθήσεις. Αυτό είναι το σημείο που το απρόθετο λειτουργικό σύστημα συναντά το εμπρόθετο «εγώ». Δεν μπορεί όμως να υπάρχουν δύο υποκείμενα; Ποιο είναι το πλαστό;
Είναι γνωστό σε αυτούς που μελετούν αυτά τα ζητήματα ότι δεν υπάρχει νους χωρίς αισθήσεις. Έτσι ο νους γίνεται κοινός χώρος ύπαρξης τόσο του αυτόματου όσο και του εμπρόθετου. Σαν παράδειγμα αναφέρεται υποθετικά ένα άτομο το οποίο μεγεθύνει υπαρκτές ή κατασκευάζει ανύπαρκτες δυσκολίες, φυσικές ή τεχνητές, προκειμένου να εξυπηρετήσει ανάγκες της εαυτότητάς του. Θα επηρεάσει έτσι τον φυσικά προγραμματισμένο οργανισμό στο να παρεκκλίνει ή να ανατρέψει το πρόγραμμα. Ένας μεγεθυμένος ή ένας ανύπαρκτος κίνδυνος θα αναγκάσει τον οργανισμό να παράγει αγωγιμότητα της κατάστασης, να σωρεύει ύλη ή να παραμελεί συγκεκριμένες λειτουργίες. Είναι προφανές ότι η αποτίμηση και η επιλογή που κάνει το «εγώ», δηλαδή ο κυβερνήτης ή ο οδηγός του συστήματος είναι καθοριστικοί για τη φυσική λειτουργία ή όχι του προγράμματος. Ο μικρός βιόκυκλος του ημερονυκτίου ορίζει τη χρονική διάρκεια της επανάληψης.

Όσο ελαστικό και αν είναι ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα, μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί η αλλαγή και ο μετασχηματισμός, είναι αναγκαίο να πληροφορείται ο μηχανισμός που τηρεί τον έλεγχο της αυτορύθμισης για τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από το περιβάλλον και το πώς αυτό σχετίζεται με τον κυβερνήτη του συστήματος. Η μορφή της πληροφορίας είναι μία ροή σημάτων των οποίων η αξιολόγηση γίνεται από έναν έλεγχο που ανήκει στον κυβερνήτη και ο οποίος εξουσιάζει τον συγκριτή του προγράμματος. Έτσι κάθε σύγκριση με το υφιστάμενο φυσικό πρόγραμμα αποβαίνει εις βάρος του και μόνον αν η επιλογή ευνοεί την «εαυτότητα» εκτελείται.

«Ορμή» στην ελληνική γλώσσα σημαίνει η φυσική δύναμη που δίνει την πρώτη κίνηση σε κάτι, συνήθως συνάπτεται με επιθυμία ή πάθος, έχει άλλοτε εχθρική ή φιλική ποιότητα, πάντα όμως εμπρόθετα με επιθυμία ή απέχθεια. Η φυσική ορμή ανήκει στο φυσικό πρόγραμμα ή στο «εγώ».
Στη στωική φιλοσοφία «ορμές» ή τα αντίθετά τους ονομάζονταν οι άνευ λόγου έμφυτες διαθέσεις σε αντίθεση προς την μεταλόγου ελευθέρα θέληση. Είναι φανερό ότι έτσι υπογραμμίζεται ο αυτόματος χαρακτήρας της ορμής. Παράγωγο είναι η λέξη «όρμημα» που σημαίνει ορμητική κίνηση που προκαλείται από ζωηρό αίσθημα πλήρες πάθους. Η λέξη πρωτοεμφανίζεται στην Ιλιάδα του Ομήρου (Β 356,590) σχολιάζοντας τη διάθεση της Ελένης: «Ελένης ορμήματα τε στοναχάς τε». Γράφει ο Όμηρος «Τα πάθη και οι στεναγμοί της Ελένης».
Κοντά στα τρις χιλιάδες χρόνια αργότερα, δυο Άγγλοι βιοχημικοί, ο William Bayliss και ο Ernest Starling, στα 1904, δημιουργούν την λέξη hormone (το «h» εκ της δασείας), χαρακτηρίζοντας το αυτόματο της οργανικής έκκρισης του παγκρέατος. Άξιο θαυμασμού το πλάτος του γνωστικού πεδίου του δύο Άγγλων, πράγμα σπανιότατο στη σημερινή πραγματικότητα. Χάριν της ιστορίας το 1901 ο Ιάπωνας Jokichi Takemine απομόνωσε οργανική έκκριση των επινεφριδίων την οποία και τεχνητά αντέγραψε και η οποία αργότερα ονομάστηκε αδρεναλίνη και εντάχθηκε στο ορμονικό σύστημα.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι κανένας από τους αδένες του ορμονικού συστήματος δεν δρα ανεξάρτητα από τους άλλους. Υπάρχουν επαναδραστικοί μηχανισμοί μεταξύ τους με κέντρο τον αδένα της υπόφυσης στον εγκέφαλο. Η υπόφυση εκκρίνει δέσμη ορμονών προκειμένου να διεγείρει τους άλλους αδένες οι οποίοι εκκρίνουν ορμόνες που ελέγχουν και παύουν την περαιτέρω έκκριση. Εάν για παράδειγμα ο θυρεοειδής αδένας δεν εκκρίνει αρκετή θυροξίνη η ορμόνη της υπόφυσης διεγείρει περαιτέρω τον θυρεοειδή για περισσότερη έκκριση. Μια υπερβολή της υπερβολής της θυροξίνης γίνεται αντιληπτή απ’ την υπόφυση, ο θυρεοειδής στερείται της διέγερσης και η ισορροπία αποκαθίσταται. Με αυτόν τον τρόπο της «διαλεκτικής» επανάδρασης η ποσότητα των διαφόρων ορμονών στο αίμα διατηρείται στο αναγκαίο επίπεδο. Αυτό το αναγκαίο επίπεδο όμως εξαρτάται από πολλές συνθήκες και η τακτοποίηση των μηχανισμών επανάδρασης καθορίζεται και από το νευρικό σύστημα το οποίο ελέγχει την υπόφυση. Η αλληλεξάρτηση ορμονικού και νευρικού συστήματος είναι ουσιωδώς απαραίτητη. Άλλη μια φορά που το φυσικό αυτόματο και το ελεύθερο βουλητικό συναντιόνται.
Οι ορμόνες καταλήγουμε ότι είναι οργανικές εκκρίσεις ενός υποσυστήματος αδένων του ανθρώπινου οργανισμού, που ονομάζονται ορμονικό σύστημα και που βεβαίως ανήκουν στον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό του, μάλιστα στο κέντρο του προγράμματος, δηλαδή, σχεδόν στο μαύρο κουτί.

Είναι γνωστό ότι σχεδόν όλες οι φυσικές ουσίες μπορούν να κατασκευαστούν τεχνικά και έτσι οι «ορμόνες» κατάντησαν περιουσία των φαρμακευτικών εταιριών και φάρμακα στα χέρια της μηχανιστικής ιατρικής του δόγματος «πονάει μάτι, βγάζει μάτι». Είναι βεβαιωμένο ότι κανένας από τους αδένες αυτού του συστήματος δεν δρα ανεξάρτητα από τους άλλους, δηλαδή, είναι ένα κλειστό υποσύστημα ενώ η σύγχρονη μηχανιστική αντίληψη της ιατρικής έκανε πάλι το θαύμα της. Η τεχνική δυνατότητα κατασκευής σύνθετων ορμονών τους οδήγησε στην κατασκευή «φαρμάκων» από ξεχωριστές ορμόνες εκτός του διαλεκτικού συστήματός τους και τα οποία χορηγούν ενάντια στα συμπτώματα. Όλα τα συνθετικά τεχνητά φάρμακα που δεν επαληθεύονται στα πρότυπα της φυσικής τάξης, δηλαδή δεν είναι φυσικής προέλευσης, είναι εγκληματίες χωρίς ίχνος, τύψεις και ενοχές. Αποκλείεται να ανιχνευτεί και να κατηγορηθεί κάποιο τέτοιο φάρμακο για τις συνέπειες που μπορεί να έχει, μετά από παρέλευση δεκαετίας από τη συνεχή χρήση του, για την κατάρρευση ενός οργανισμού που στο παρελθόν χρησιμοποίησε, για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό το συνθετικό φάρμακο. Καταστρέφεται η υγεία ανθρώπων, κυρίως γυναικών, απ’ αυτή την αλόγιστη χρήση συνθετικών ορμονών. Η εγκληματική άγνοια του αυτορυθμιστικού συστήματος από την ιατρική, όπως εφαρμόζεται σήμερα και η οποία περιφρονεί και αγνοεί το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ένα σύνολο και έτσι πρέπει να θεραπεύεται, δηλαδή συνολικά, τους οδηγεί σε μύρια όσα προβλήματα ενάντια στην κληρονομιά του Ιπποκράτη: «τουλάχιστον μην βλάπτετε». Για παράδειγμα, θα είχα πάμπολλα, χορηγούν σε παιδιά τεσσάρων και πέντε ετών , με σύμφωνη γνώμη των επίσης εγκληματιών γονέων, τεχνητή αυξητική ορμόνη για να ψηλώσουν. Κανένας επιστημονικός φορέας δεν αντιδρά. Έλεος! 


Πρόσφατες σχετικές αναρτήσεις:

7/7/18 Το «εγώ» κυβερνήτης.
18/3/18 Η οργάνωση στο αυτορυθμιζόμενο σύστημα.
10/3/18 Ιεραρχημένη δομή και ασθένεια.
3/3/18  Ιεραρχημένα πεδία ενός συστήματος.
6/1/18 Συστημική «εαυτότητα».
16/12/17 Χαοτική ταυτότητα ή «εαυτότητα».


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: