Το ηρώο (13/5/2018)



Το αίτημα του δημοτικού συμβουλίου ήταν τουλάχιστον πρωτοφανές αν όχι παράδοξο. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, της αντίστασης και του εμφύλιου, στην κωμόπολή τους δεν υπήρξε ούτε ένας νεκρός. Κανείς, ούτε από τους κληρωτούς και τους εφέδρους του αλβανικού, τους επίστρατους, τους αντάρτες, τόσο τους δεξιούς όσο και τους αριστερούς.
Όλα τα χωριά και οι κωμοπόλεις της επαρχίας και του νομού, ίσως και όλης της χώρας, είχαν ηρώο των νεκρών, των νομιμοφρόνων φυσικά, στην κεντρική πλατεία. Οι άλλοι, είχαν, όσοι είχαν επιβιώσει, φτιάξει μνημεία, κάπου στην περιφέρεια ή στα όρια του οικισμού.
Αυτοί όμως, δεν είχαν νεκρούς  από καμία παράταξη, ούτε κατά συνέπεια ήρωες και επομένως ούτε μνημείο. Το γεγονός αυτό έθλιβε τους κατοίκους και δημιουργούσε μια συμπλεγματική ψυχολογία στέρησης ίσως ακόμη και ενοχής. Στο σύνολό τους οι κάτοικοι ήσαν «εθνικόφρονες», πάντα ψήφιζαν το γαλάζιο κόμμα, ποτέ δε μαγαρίστηκε η πόλη τους έστω και με μία ψήφο κόκκινη. Πάντα τιμούσαν με σεβασμό, κάθε επέτειο ή έκτακτη γιορτή, εθνικού πάντα πανηγυρισμού. Παρόλα αυτά δεν είχαν ηρώο. Όλες οι γιορταστικές εκδηλώσεις γίνονταν στην ξερή κεντρική πλατεία. Μετά από συζητήσεις που κράτησαν σχεδόν έναν χρόνο και πληθώρα από προτάσεις ηλίθιες έως γελοίες, αντί να τιμήσουν συνολικά όλους τους νεκρούς με ένα σεμνό μνημείο, κατέληξαν να ζητήσουν απ’ το υπουργείο εσωτερικών την επέκταση των ορίων του δήμου, έτσι ώστε να συμπεριλάβει την θέση «καλύβια του Κοσμά», μια τοποθεσία όπου είχαν σκοτωθεί από νάρκη δύο τσοπάνηδες μετά από την αποχώρηση των Γερμανών.

Ο γειτονικός δήμος στον οποίο ανήκε αυτή η θέση, η οποία βρισκόταν στα σύνορα ακριβώς των δύο δήμων, δεν θα έπρεπε να έχει αντίρρηση καμία, αφού είχε μπόλικους νεκρούς και δύο ηρώα. Το ένα, στο κεντρικό σημείο της κωμόπολης, όπου τιμόταν η ένδοξη μνήμη των πεσόντων εθνικοφρόνων και στο οποίο γραφόντουσαν τα ονόματα τόσο των πεσόντων στο αλβανικό μέτωπο, αυτών που έπεσαν στους εθνικούς αγώνες ενάντια στους κατακτητές και όλων όσοι έπεσαν στον αγώνα ενάντια στον ξενοκίνητο συμμοριτισμό. Μόλις τελευταία, ακόμα και από επίσημα χείλη, ονόμαζαν εμφύλιος. Το δεύτερο ηρώο έγινε από την πιο τελευταία χρονικά κυβέρνηση, ιδεολογικά σχεδόν προσκείμενη στους επιγόνους των συμμοριτών οι οποίοι, εξαιτίας, όπως έγραφαν οι γαλάζιες εφημερίδες, της «επιλήσμονος» συνείδησης του λαού και της ευπιστίας του στις υποσχέσεις κέρδισαν τις τελευταίες εκλογές.
Μια απ’ τις πρώτες πράξεις της νέας κυβέρνησης ήταν, άκουσον – άκουσον, η αναγνώριση της αντίστασης των «κομμουνιστοσυμμοριτών» ενάντια στον κατακτητή, η συνταξιοδότηση των επιζώντων και η απονομή βαθμών των εθνικών ενόπλων δυνάμεων σε αυτούς. Βέβαια, στο δεύτερο αυτό μνημείο ούτε παρελάσεις γίνονταν ούτε επίσημοι εορτασμοί. Μόνον αυτοί οι ελάχιστοι επιζήσαντες μαζεύονταν σιωπηλοί σε κάποιες επετείους δικές τους, χαιρετιζόντουσαν με γροθιές υψωμένες, τραγουδούσαν τραγούδια δικά τους και διαλύονταν.


Μετά από τις πολύμηνες συζητήσεις αποφασίστηκε η επέκταση των ορίων του δήμου από το υπουργείο εσωτερικών και έτσι η θέση «καλύβια του Κοσμά» πρόσφερε τα δύο θύματα της νάρκης στο ηρώο της βλακείας του δημάρχου.
Με ρυθμούς αυξημένης ταχύτητας έγινε ο σχεδιασμός και η ανάθεση του έργου σε εργολάβο. Αρχιτεκτονικά, σαν μνημείο, όμοιο με χιλιάδες άλλα, που είναι κατάσπαρτη η χώρα, με την υποχρεωτική και επιβαλλόμενη παρουσία μιας παθολογικής μεν, αλλά ανώδυνης μνήμης δε, που δεν αφορά ποτέ στον παρόν. Ο δήμαρχος ήταν πανευτυχής. Αιφνίδια, ξέσπασε η καταιγίδα. Τηλεφώνησε στο δήμαρχο ένας συνταξιούχος εισαγγελέας, συντοπίτης, εξέχουσα προσωπικότητα για τους γαλάζιους, για να τον πληροφορήσει ότι οι δύο τσοπάνηδες, θύματα της νάρκης, μοναδικά ονόματα στην στήλη του μνημείου, ήσαν στην πραγματικότητα κουμμούνια, πράκτορες του Άρη στην περιοχή, καταδικασμένοι ερήμην, μετά το θάνατό τους απ΄ τη νάρκη σε θάνατο για τα εγκλήματα που διέπραξαν στην κατοχή.  Το μόνο έγκλημα των τσοπάνηδων ήταν ότι πολέμησαν τους Γερμανούς.
Πανικός, τηλεφωνήματα, τηλεγραφήματα, εγκλήσεις και αντεγκλήσεις μεταξύ των μελών του δημοτικού συμβουλίου. Τελικά, κλήθηκε εσπευσμένα ο μαρμαρογλύπτης και απέξυσε τα δύο ονόματα.

Σήμερα, στο χώρο του ανώνυμου ηρώου τελούνται όλες οι τελετές. Ο δήμαρχος αναφέρεται σε «κενοτάφιο» εκτελεσμένων επί κατοχής αγνώστων ομήρων. Με λύσσα αναζήτησε τον προδότη που ενημέρωσε τον εισαγγελέα. Δεν έμαθε ποτέ τίποτα. Ο πέπλος της ένοχης λήθης αντέχει ακόμη στη χώρα.
Μόνοι μάρτυρες, τα δύο βαθουλώματα που έμειναν από τη βιαστική απόξεση των ονομάτων. Οι τσοπάνηδες, οι δυο νεκροί αγωνιστές παρέμειναν άγνωστοι και ανώνυμοι για τους νεότερους. Οι διάδοχοι δήμαρχοι, με το ανάλογο ύφος της περίστασης, καταθέτουν στεφάνια στις εθνικές εορτές, προφανώς αποτείνοντας τις δέουσες τιμές στη νικήτρια εθνική βλακεία.  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: