Συστημική εαυτότητα (7/1/2018)



Πολλοί φίλοι ζητούν διευκρινήσεις για τον όρο «εαυτότητα» και λεπτομέρειες που αφορούν στην έννοια που μεταφέρει. Είναι γνωστό ότι οι λέξεις είναι οχήματα που μεταφέρουν ιδέες, έννοιες, σκέψεις, εντολές κλπ. Κυρίως είναι οχήματα με τα οποία δημιουργούνται και κινούνται οι συλλογισμοί. Αυτό το τελευταίο σημαίνει στην ουσία ότι ένα πλούσιο λεξιλόγιο δίνει την δυνατότητα σύνθετων συλλογισμών. Συνοπτικά «εαυτότητα» είναι αρχαία ελληνική λέξη που σημαίνει ταυτότητα. Η «εαυτότητα» δηλαδή είναι μία έννοια πολύ κοντινή, ίσως ταυτόσημη με την έννοια «ταυτότητα».
Στην πραγματικότητα κανένα σύστημα δεν υπάρχει αλλά πρόκειται για μια μέθοδο έρευνας κρίσης και μάθησης. Έτσι, ενώ δεν είναι υπαρκτό κάτι σαν αντικείμενο μπορούν όλα να θεωρηθούν σαν συστήματα προκειμένου να μελετηθούν.

Σαν σύστημα μπορούμε να θεωρήσουμε κάθε οργανωμένη πολυπλοκότητα οποιονδήποτε στοιχείων υλικών ή πνευματικών πραγμάτων, οργανώσεων ή σκεπτικών διαδικασιών ή εννοιών. Κάθε συνάθροισμα ή σύνολο που υπάρχει, φυσικό ή τεχνητό κινείται και διατηρείται μέσω των μετασχηματισμών του σαν ξεχωριστή οντότητα σε σχέση με το πλατύτερο περιβάλλον.
Τα στοιχεία της συστημικής ολότητας βρίσκονται σε αλληλενέργεια έτσι ώστε χάρις σε αυτήν δημιουργούν και νέες ποιότητες εκτός απ’ αυτές που διαθέτουν ήδη από μόνα τους το καθένα ξεχωριστά. Η αλληλενέργεια προκαλεί το εξής: η αλλαγή ενός στοιχείου συνεπάγεται αλλαγή και σε άλλα ή ακόμη και στο σύνολο του συστήματος.
Το σύστημα διαφέρει από το συνάθροισμα ή το σύνολο γιατί αντίθετα από αυτά διαθέτει ολότητα, οργάνωση και ιεράρχηση των στοιχείων του. Η ιεράρχηση ενός συστήματος είναι σε επίπεδα, έτσι μπορεί το ίδιο να αποτελεί στοιχείο άλλου συστήματος ή τα στοιχεία του να αποτελούν αυτόνομα συστήματα.
Τα τελευταία χρόνια προστέθηκε στη συστημική μέθοδο η εξέταση της ροής της πληροφορίας από το ένα στοιχείο στο άλλο καθώς και  η κυκλοφορία της πληροφορίας από σύστημα σε σύστημα. Το σύστημα προσδιορίζεται από την ολότητά του, τόσο από την άποψη της ουσίας όσο και από την άποψη της συμπεριφοράς.
Με αυτή την συνοπτική και απλουστευμένη προσέγγιση μπορούμε να πούμε ότι «εαυτότητα» είναι το σύστημα που η ολοποίησή του γίνεται αντιληπτή σαν «εγώ» και τα στοιχεία του είναι τα μορφικά γνωρίσματα, οι ικανότητες, οι ποιότητες, οι τρόποι, οι γνώσεις, οι κτήσεις, τα κύρια συναισθήματα κλπ που χαρακτηρίζουν και υποστηρίζουν την υπόσταση που ονομάζουμε «εγώ» στην ολότητά της.

Η «εαυτότητα» είναι ένα σύστημα που δρα ή αντιδρά με τρόπο άτακτο και τις περισσότερες περιπτώσεις χαοτικό. Το «εγώ» και η «εαυτότητα» είναι από τη φύση τους άτακτα και γιαυτό έχουν απόλυτη ανάγκη μιας τάξης που να οριοθετεί την έκταση της αυτονομίας τους και να ορίζει το βαθμό της αλληλεξάρτησής τους απ’ το τεχνητό ή φυσικό περιβάλλον. Αυτή η ανάγκη οριοθέτησης καθορίζει τη δομή τους, δηλαδή, τι γνώσεις έχουν και δεν έχουν, τι επιθυμούν και τι όχι, τι δύναται να πράξουν και τι όχι κλπ. Δημιουργείται έτσι ένα περιβάλλον ορισμένης πραγματικότητας και ένα γνωστικό πεδίο αντίστοιχο. Η δράση αυτή οδηγεί σε μία προοδευτική αύξηση της οργάνωσης και των ελέγχων. Έτσι δημιουργείται η τάση προς μία αντίρροπη του χαοτικού περιβάλλοντος κατεύθυνση.
Η εξασφάλιση της επιβίωσης και η ανάγκη βεβαιότητας της επάρκειας του συστήματος «εαυτότητα» – «εγώ» («Ε-Ε») απαιτεί ελέγχους και σύστημα τρόπων όσον αφορά στο περιβάλλον. Το πλέγμα αυτών των ελέγχων και τρόπων δίνει την εξωτερική μορφή στο σύστημα.
Χαοτικό μπορεί να χαρακτηριστεί το σύστημα «Ε-Ε» γιατί είναι μεν απρόβλεπτης αντίδρασης λόγω της τεράστιας έκτασης της καινοφάνειας που υπάρχει στο εξωτερικό και εσωτερικό περιβάλλον αλλά είναι και σε συνεχή αναζήτηση τρόπων που θα εξαφανίσουν ή έστω θα μειώσουν τις συγκρούσεις του μέσα σε αυτό. Κάθε γεγονός που βεβαιώνει την ξεχωριστή και αυτόνομη ύπαρξη του «Ε-Ε» περνάει από την πιθανότητα στη δυνατότητα και γίνεται δομικό υλικό του συστήματος ενώ συγχρόνως δημιουργούνται νέες απαιτήσεις αφού κάθε απάντηση γεννά τουλάχιστον δύο νέα ερωτήματα.

Τα θέματα αυτά, δηλαδή τα περί «εαυτότητας» ή «εγώ», σε επιφανειακή επαφή θεωρούνται δυσνόητα και δύσκολα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πολύς κόσμος εγκαταλείπει μια προσπάθεια έστω απλής ανάγνωσης ή απλού ακούσματος. Για έναν ανεξήγητο με απλά λόγια λόγο όσο πιο δυσνόητα και ίσως απεχθή γίνονται τα θέματα αυτά για τον αναγνώστη ή ακροατή τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει αυτός να υπάρξει ένα πεδίο μέσα στο οποίο θα μπορεί να αναπτύσσει την ταραγμένη και κυματοειδή σκέψη του.

Με ένα σχεδόν μαγικό τρόπο το σύστημα «Ε-Ε» αντιδρά ώστε να μην αποκαλυφθεί η φύση της ύπαρξής του και η μηχανιστική και πλαστή εικόνα που το ίδιο προβάλλει σαν φυσική και αληθινή. Οι απαντήσεις με τις οποίες ένα τέτοιο σύστημα προσπαθεί με τη λογική σαν εργαλείο να μειώσει την αταξία και το χάος οδηγούν μαθηματικά στην πεποίθηση ότι υπάρχει υποκείμενος παρατηρητής. Η εαυτότητα έτσι και η σύνθεσή της γίνεται η κύρια αιτία της ύπαρξης μιας οντότητας που ονομάζουμε «εγώ». Θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή, ότι «εαυτότητα» είναι ο συνθέτης και το «εγώ» ο εκτελεστής της μελωδίας.
Στο αιώνιο παιχνίδι δράσης – αντίδρασης με σκοπό την κυριαρχία, το περιβάλλον πρέπει αναγκαστικά να βεβαιώνει το «εγώ» με αντάλλαγμα την αντίστοιχη επιβεβαίωση από την «εαυτότητα». Η απάντηση επιβεβαιώνει το ερώτημα το οποία εξαρτά την ύπαρξή του από την απάντηση.
Η εαυτότητα είναι ίσως το πολυπλοκότερο σύστημα που μέσα στη λογική σχετικότητα και αλληλεξάρτηση των ανθρωπίνων σκέψεων καταφέρνει να δομήσει μια πλήρως επιβεβαιωμένη και καθόλα πλαστή οντότητα και να την προβάλλει κυριαρχικά στον κοσμικό νου παρόλον ότι η βεβαιότητα αυτή δεν είναι μόνιμη και σταθερή.
Η πολυτροπία των μέσων αντίληψης, η ευκαμψία των σκέψεων και το εύρος της δυναμικής ισορροπίας τους στο κρίσιμο σημείο, εκεί δηλαδή που οι χαοτικές διαδικασίες περνάνε στην οργάνωση, δημιουργούν παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα τη βασικής ευφυίας. Συγχρόνως οι πιθανότητες γίνονται δυνατότητες αυτής της ευφυίας έτσι ώστε αυτή να εξελιχθεί μέσα στο περιβάλλον της αρνητικής εντροπίας όπου κινείται πλέον το σύστημα «Ε-Ε».