«Έξι καίρια ερωτήματα» (12/12/2015)


Μια πολιτική οργάνωση, ένα κόμμα ή πολιτικός σχηματισμός έχει συναθροιστική δομή όταν ενώ έχει στόχευση γενικευμένη, οι ιδεολογικές και λειτουργικές στοχεύσεις των μελών σαν άτομα ή κατά ομάδες διαφέρουν. Εξαιτίας αυτής της δομής η δράση περιλαμβάνει ποικιλία σημείων και πρόγραμμα με αντιθέσεις ίσως και αντιφάσεις. Οι τάσεις αυτές μέσα στην ίδια δομή, ενώ εμφανίζονται σαν ελευθερία έκφρασης ή δημοκρατικότητα, στην πράξη μειώνουν την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης. Αργά ή γρήγορα θα δημιουργηθούν συγκρούσεις και προβλήματα επαναρρύθμισης του προγράμματος, ιδίως αν η οργάνωση αυτή βρεθεί σε θέση εξουσίας όπου οι επιλογές δράσης γίνονται απαραίτητες.

Με αυτό το σκεπτικό και εφόσον ισχύει γίνεται κατανοητό γιατί στις «αριστερές» οργανώσεις το φαινόμενο είναι συχνό και οι διασπάσεις κοινή πρακτική.
Στους συντηρητικούς σχηματισμούς τα σχετικά με την ιδεολογία προβλήματα είναι μικρά. Τα προβλήματα επιλογών αφορούν κυρίως σε πρόσωπα. Όταν υπάρχουν ιδεολογικοί προβληματισμοί αφορούν συνήθως σε αφηρημένες έννοιες, κυρίως όμως στοχεύουν στην ατομική ευμάρεια, στην εξουσία σαν μέσο κυριαρχίας, στον ταξικό διαφορισμό κλπ.
Δομείται έτσι ένα σύστημα όπου ενώ τα κίνητρα είναι κοινά, αφορούν όμως σε ειδικά και ταξικά συμφέροντα και επομένως δεν στοχεύουν σε πολιτική και κοινωνική δράση για ολόκληρη την κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο το κύριο ζητούμενο για ένα τέτοιο σύστημα είναι το πρόσωπο, ο αρχηγός, δηλαδή ο Κυβερνήτης, που θα το καταστήσει λειτουργικό και αποτελεσματικό σε σχέση με τους στόχους του. Τα πρόσωπα αποκτούν τεράστια σημασία και τελικά ταυτίζονται με το ίδιο το σύστημα. Ένας εσωτερικός προβληματισμός πέραν των προσώπων είναι ανύπαρκτος και ο δημόσιος διάλογος, επειδή η εξουσία εξυπηρετεί μικρό μέρος της κοινωνίας, ισχνός και άνευ ουσίας, ένα απατηλό άλλοθι δημοκρατικότητας.
Αυτά όσον αφορά στο λεγόμενο «πολιτικό προσωπικό». Στην άλλη πλευρά η πολιτική κουλτούρα των ψηφοφόρων, σε σχέση με την πολιτική, την διοίκηση και το κράτος, πηγάζει από την υπήκοο και χωροφυλακίστικη αντίληψη που καλλιεργήθηκε τα τελευταία 65 χρόνια στη χώρα μας. Ο μόνος τρόπος που έχουν αντιληφθεί ότι λειτουργεί η θεσμική εξουσία είναι η αμοιβαία εξαπάτηση πολιτικών και πολιτών, το ρουσφέτι, η μίζα και η χωροφυλακίστικη αυταρχία. Αμοιβαία υποπτεύονται ο ένας τον άλλον.

Οι πολιτικοί πεπεισμένοι για την νοητική υπεροχή τους και την ταξική τους ηγεμονία. Οι πολίτες περιορισμένοι είτε σε ιδεολογικές ψευδοαντιλήψεις, σε μεταφυσικές ερμηνείες της πραγματικότητας ή διαλυμένοι από την βιοπάλη και την καταπίεση, έτοιμοι να διαπραγματευτούν την ψήφο, την μοναδική δηλαδή στιγμή συμμετοχής τους. Ανάμεσά τους οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης: λομπίστες, δημοσιογράφοι και ειδικοί, γέρνουν πότε από τη μία και πότε από την άλλη. Ελάχιστοι ανάμεσά τους που έχουν αρχές, όποιες κι αν είναι αυτές.
Οι υπήκοοι αυτοί «πολίτες» βλέπουν παντού συνωμοσίες από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Οι ίδιοι όμως συνωμοτούν και το ‘χουν κάνει τρόπο ζωής ενάντια στο «δίκαιο κράτος». Θέλουν να εξαιρούνται, να εξαιρούνται ατομικά ή συντεχνιακά από τους νόμους, να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα προκειμένου να επιτύχουν ατομικά ή ομαδικά οφέλη. Να έχουν κάθε προνόμιο αλλά χωρίς υποχρεώσεις. Έτσι ανθεί το λεγόμενο «πελατειακό σύστημα». Στην ουσία είναι ένα σύστημα συμφερόντων. Έτσι οι επιλογές των πολιτών στηρίζονται όχι μόνο σε σχέσεις τύπου πάρε-δώσε, αλλά και στο ψεύδος, σε σχέσεις συγγένειας, συντεχνιακές, εντοπιότητας κλπ. Κυρίως στο προσδοκώμενο ατομικό όφελος.

Τα μαθηματικά είναι μια επιστήμη πάρα πολύ χρήσιμη κοινωνικά. Δυστυχώς ασχολούνται οι σύγχρονοι φωστήρες της εξουσίας μόνο με τις εφαρμογές τους και μόνον με αυτές που φέρουν όφελος οικονομικό ή κυριαρχικό. Αν στις αυλές και τα σαλόνια τους αντί για τις κομματικές και πρακτορικές συμμορίες που συντηρούν είχαν επιστήμονες με έργο έρευνας και που και που κανένα φιλόλογο, για την έρημη τη γλώσσα, απαραίτητα όμως μαθηματικούς και φιλόσοφους αλλά και κανένα θεωρητικό της τέχνης, όλα θα ήσαν αρμονικότερα. Για παράδειγμα, θα είχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν ή έστω να έχουν ακούσει για το θεώρημα του «Γκέντελ». Πρόβλημα των μαθηματικών άλυτο, που μόλις πρόσφατα αποδείχθηκε μαθηματικά (λόγω των υπολογιστικών δυνατοτήτων του μηχανήματος) και το οποίο πολύ απλουστευμένα αναφέρεται στη δυνατότητα ενός κλειστού συστήματος, που έχει αναπτύξει έστω και στοιχειώδη λογική, να περιέχει παράγοντες που μπορούν να το καταργήσουν ή να το διορθώσουν. Η λύση και απόδειξή της είναι αρνητική δυνατότητα.
Με άλλα λόγια το κλειστό και ανατροφοδοτούμενο πελατειακό σύστημα αποκλείεται να καταργηθεί ή να διορθωθεί από μέσα και από μόνο του. Αν αυτό ισχύει, για το πολιτικό σύστημα πόσο μάλλον για την κοινωνία, και αυτό γιατί ο χαρακτήρας της πολιτικής περιλαμβάνει το ψεύδος ενώ η κοινωνία δεν είναι τίποτα άλλο από συνάθροισμα αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων.
Δυστυχώς, φαίνεται ότι επιστημονικές λύσεις δεν είναι χρήσιμες ή εφικτές. Δεν υπάρχει λοιπόν λύση;

Ένα αδύνατο σημείο στο σύστημα πολιτικοί – πολίτες υπάρχει στην έλλειψη πληροφοριών για τους πολιτικούς. Καίρια σημεία των ικανοτήτων και του χαρακτήρα τους μένουν σκοτεινά ή το χειρότερο αφήνεται στους ίδιους να λένε ό,τι θέλουν για αυτό το θέμα. Θα πρότεινα λοιπόν στους δημοσιογράφους που συνεντευξιάζουν πολιτικούς να επιμένουν στα έξι αυτά ερωτήματα οι απαντήσεις στα οποία φωτίζουν όχι τα αναγκαία αλλά καταδείχνουν, κατά την ταπεινότατη γνώμη μου την ικανότητα ενός ατόμου ώστε να ασκήσει πολιτική εξουσίας.
Χωρίς να παραβιάζονται τα προσωπικά δεδομένα, μέγα ταμπού της εποχής μας, μία καθώς πρέπει υπενθύμιση που πρέπει να γίνεται παρ’ όλη την γενική πεποίθηση περί καθολικού φακελώματός μας.

Καταρχάς ο «διαμορφωτής της κοινής γνώμης», κοινώς δημοσιογράφος, θα πρέπει να θέτει το ερώτημα περί την πίστη ή όχι σε έναν ή πολλούς θεούς. Στοχεύοντας κυρίως στο επικρατέστερο χαρακτηριστικό του θεού αυτού είναι προφανές ότι με την άρνηση πίστης τελειώνει και η έρευνα γύρω από αυτή την ερώτηση. Αν όμως ο υποψήφιος είναι πιστός, θα πρέπει να ερωτηθεί αν ο θεός που πιστεύει είναι κυρίως παντοδύναμος ή πανάγαθος, παντογνώστης ή πάνσοφος. Από την απάντηση αποκαλύπτεται τι αναμονές έχει ο υποψήφιος. Προσωπικά προτιμώ τους πάνσοφους, ως γνωστό σοφός στην ελληνική γλώσσα σημαίνει επιδέξιος στη σκέψη, όπως για την πράξη λέμε μάστορας.
Η δεύτερη ερώτηση προς τον μέλλοντα πολιτικό είναι το αν έχει βιοποριστικό επάγγελμα, ποιο είναι αυτό, πόσο χρόνο το άσκησε και σε ποια θέση της ιεραρχίας.
Η σκοπιμότητα της ερώτησης είναι φανερή.
Η Τρίτη ερώτηση αφορά στις δουλειές στο σπίτι, εάν έκανε στο παρελθόν ή κάνει ακόμη. Η ερώτηση αυτή στοχεύσει στην ενημέρωση, σε σχέση με τον υποψήφιο, και την ικανότητά του να συμμερίζεται την κοινή και απλή προσπάθεια, κυρίως όμως στην ικανότητά του να συνεργάζεται σε επίπεδο ισότητας.
Επόμενη ερώτηση αφορά στο παρελθόν του και αφορά στο εάν έκανε σκασιαρχείο και σε ποιο μέγεθος ως μαθητής. Η απάντηση στόχο έχει να καταδείξει τον γενότυπο υποταγής και υποτέλειας στο πολιτικό DNA του.
Η επόμενη αφορά στο αν, πόσα και τι είδους βιβλία διαβάζει στη διάρκεια ενός έτους και ποιας τέχνης είναι εραστής. Από την απάντηση θα κριθεί ο βαθμός νοητικής και αισθητικής καλλιέργειας. Η τελευταία αφορά στο αν έστω και μια φορά στη ζωή του ένοιωσε σεβντά ή ντέρτι (τούρκικες λέξεις που σημαίνουν αντιστοίχως ερωτικό καημό και κρυφή οδύνη).


Πιστεύω ότι θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον μια τέτοια συνέντευξη. Είναι δυνατόν επίσης να εξετάσει κανείς οιοδήποτε πολιτικό με αυτή τη μέθοδο, με τη δημιουργική φαντασία του βέβαια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια: